«Φτάνει πια, πόνε!»

«Με λένε Λαουέν. Είμαι από την πόλη αλ Χάσακα, στην ανατολική Συρία. Μόλις τελείωσα το σχολείο, ήθελα να πάω στο πανεπιστήμιο, να σπουδάσω, αλλά όλους τους φίλους τους έχουν πάρει στον στρατό. “Φύγε”, μου λέγανε όλοι, “εσύ δεν θα την αντέξεις αυτή τη ζωή”. Την πρώτη φορά που προσπάθησα να περάσω τα σύνορα, με συνέλαβε ο τουρκικός στρατός, με χτύπησαν και μου έσπασαν το πόδι. Τη δεύτερη φορά, αναγκάστηκα να περπατήσω τρεις ώρες μέσα από βουνά μέχρι το σημείο συνάντησης με τον λαθρέμπορο που θα μας μετέφερε, αλλά δεν εμφανίστηκε. Την τρίτη φορά, έφτασα στην Κωνσταντινούπολη, μας βάλαν μέσα σ’ ένα λεωφορείο, ταξιδέψαμε έξι ώρες όρθιοι, ο ένας πάνω στον άλλον, μέχρι το σημείο που θα παίρναμε τη βάρκα. Μας στοίβαξαν και μας είπαν “φύγετε”. Κανείς δεν ήξερε να χειρίζεται βάρκα. Τώρα, είμαι ένας από τους 752 που βγήκαν αυτή την εβδομάδα στη Συκαμιά. […]. Στον δρόμο μας κοιτάνε άλλοι με συμπάθεια και πόνο στα μάτια, και άλλοι με μίσος. Νιώθω σαν να είμαι σαν πάνω σε μια σκηνή στο θέατρο. Ντρέπομαι».

«Είμαι 20 χρονών. Θέλω να πάω στη Γερμανία, στη Σουηδία, κάπου. Θέλω να ζήσω. Με λένε Ζεϊνά. Είμαι από το Καμίζιλι, είναι κουρδική περιοχή της Συρίας. Ήμασταν 47 άτομα μέσα σε μια βάρκα που δεν χωρούσε ούτε 30. Από τις πρώτες στιγμές η βάρκα έμπαζε νερό. Οι λαθρέμποροι μας έσπρωχναν να φύγουμε, αλλά ο κόσμος φώναζε τρομοκρατημένος και ζητούσε να βγει πάλι στη στεριά. Ο τούρκος λαθρέμπορος έβαλε μπρος τη μηχανή και μας έσπρωξε στη θάλασσα. Όταν βρεθήκαμε στα ανοιχτά, η βάρκα έμπαζε τόσα νερά, που νομίζαμε πως θα πεθάνουμε. Ο κόσμος έκλαιγε, αγκαλιάζονταν και προσεύχονταν. Κλείσαμε τα μάτια και περιμέναμε τον θάνατο. […] Ποτέ δεν θα ξεχάσω τα κλάματα, τις κραυγές, τον τρόμο στα μάτια των συντρόφων μου».

«Στις 7 Ιανουαρίου 2014, ο ΟΗΕ σταμάτησε να μετρά τους νεκρούς στη Συρία. Με την απόφαση αυτή πιστοποιήθηκε ότι τα μαθηματικά είναι η επιστήμη που μελετά την ποιότητα, και όχι την ποσότητα. Τη ζωντανή εργασία, και όχι τα σχήματα. Τον χώρο, και όχι τον χρόνο. Με άλλα λόγια, μελετά τις υλικές σχέσεις μεταξύ των μετρήσιμων αντικειμένων. […] Γιατί μας αφήνουν στο έλεος του κάθε λαθρέμπορου; Γιατί κανείς δεν θέλει αυτόν που βρίσκεται σε ανάγκη. Ακόμα και οι αδελφοί λαοί μάς έχουν εγκαταλείψει».

«Σύμφωνα με υπολογισμούς της Europol, οι αρχές χωρών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατέγραψαν 10.000 ασυνόδευτους ανήλικους πρόσφυγες, ή μετανάστες, οι οποίοι στη συνέχεια χάθηκαν. Τα μεγαλύτερα θύματα της προσφυγικής κρίσης είναι τα ασυνόδευτα παιδιά, τα οποία είτε φιλοξενούνται σε ανεπαρκείς δομές φιλοξενίας, μαζί με ενηλίκους, όπου κινδυνεύουν από κάθε είδους κακοποίηση, είτε πέφτουν στα χέρια δουλεμπόρων, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Τι να πεις; “Βουβές γκρεμίζονται οι σιωπές όταν τα λόγια γίνονται φτώχεια”».

«Είμαι 11. Στην πατρίδα με φωνάζανε Αμπτούλ, αλλά στα διαβατήρια που προσπάθησε να βγάλει ο πατέρας για να πάμε στη Γερμανία με λέγανε Εμίλ –Φάνη, Γιάννη. […] Η μάνα μου πούλησε ό,τι είχαμε και δεν είχαμε για να φύγουμε. Μέχρι στιγμής μου κόστισε 2.800 δολάρια. Εσένα;» «Εμένα πολλά. Δυο παιδιά. Μέναμε σ’ ένα ωραίο μέρος, στο Χαλέπι. Ζούσα σ’ ένα ωραίο μεγάλο σπίτι, με ψηλά ταβάνια, λευκούς τοίχους, πατώματα με πλακάκια. Δουλεύαμε. Τα βράδια τα περνούσαμε με φίλους, ακούγοντας μουσική, τρώγοντας έξω, όπως κάνει όλος ο κόσμος, που ζει μια φυσιολογική ζωή. Τώρα; Ζούμε, χωνόμαστε μέσα στο πλαστικό καβούκι μας. Το κουβαλάμε στην πλάτη μας. Μια φλούδα πλαστικό μας χωρίζει από τον διπλανό μας. Μας προστατεύει από το κρύο, τη ζέστη, τα αδιάκριτα βλέμματα. Αυτό το ευτελές υλικό ορίζει πια τις ζωές μας: η λαστιχένια βάρκα, το πλαστικό σωσίβιο, το πλαστικό μας σπίτι».

«Έραψα το στόμα μου για να μιλήσω, για να ακουστώ. Είμαι από το Ιράν, λαθρομετανάστης, ή παράτυπος μετανάστης. Όπως και να ’χει, μετανάστης. Όχι πρόσφυγας. Ένας λαθραίος άνθρωπος, λοιπόν. Υπάρχει άραγε αυτός ο όρος, που διεκδικεί το αυτονόητο; να ζήσει. Λαθεμένο πάντα μου φαινόταν το όνομα που μας δώσαν: μετανάστης. Θα πει: κείνοι που άφησαν την πατρίδα τους. Εμείς ωστόσο δεν φύγαμε γιατί το θέλαμε, λεύτερα να διαλέξουμε μιαν άλλη γη. Εμείς φύγαμε στα κρυφά. Μας κυνήγησαν. Μας προγράψαν».

«2 Δεκεμβρίου 2015. Ειδομένη. Ο χειμώνας μας βρήκε στα αντίσκηνα. Πώς αντέχουμε, απορώ. Παρ’ όλες τις φιλότιμες, ακόμα και ηρωικές, προσπάθειες κάποιων ανθρωπιστικών οργανώσεων, και κυρίως απλών κατοίκων, που κάνουν ό,τι μπορούν για να μας κρατήσουν υγιείς, στην πραγματικότητα, να μας κρατήσουν ζωντανούς, κάθε μέρα όλοι και περισσότεροι αρρωσταίνουν, κάποιοι τρελαίνονται και κλαίνε όλη τη νύχτα. Κάποιοι πεθαίνουν. […] Τα κουρέλια ν’ ανεμίζουν πάνω σε τσακισμένα κορμιά, κομμάτια γυάλινα το χέρι, να σφίγγει μια φωτογραφία. Ξαγρυπνώ, και βλέπω τον τοίχο του Έβρου, και τα κλειστά σύνορα στην Ουγγαρία. Αστυνομικούς να απωθούν δυστυχισμένους με υπερβάλλοντα ζήλο. Και θέλω να ουρλιάξω. Για την υποκρισία της πολιτισμένης Δύσης, που δημιουργεί και συντηρεί πολέμους σ’ όλον τον κόσμο, και γεννά επαίτες, όπου γης, εξαρτημένους από τη φιλανθρωπία αυτών που τους αφανίζουν. Ουρλιάζω σιωπηλά».

«Πώς βλέπω το μέλλον; Στο μόνο που ελπίζω είναι να καταφέρω να κοιμηθώ ξανά ήρεμος. Πρέπει να φτάσω στην Ευρώπη για να ξεκουραστώ. Ή να πεθάνω. Και να ησυχάσω για πάντα. Ακούω κραυγές, και ουρλιάζω». «Όσο και να ουρλιάζεις, μόνο ο αντίλαλός σου θα μένει. Όνειρο που το βλέπεις, και δεν σε βλέπει. Η οδύνη σε αγαπάει αποκλειστικά. Λες κι έγινε σκιά σου, που εσύ την ξεχνάς αλλά αυτή σε θυμάται. Φτάνει πια, πόνε!».

Είναι μαρτυρίες προσφύγων που βίωσαν τον πόλεμο, την εξορία, τους εξευτελισμούς, τον θάνατο. Την υποκρισία. Μαρτυρίες προσφύγων που άφησαν, που εξαναγκάστηκαν να αφήσουν, την πατρίδα τους αναζητώντας μια καλύτερη ζωή. Για την ακρίβεια, αναζητώντας ζωή. Αυτές οι μαρτυρίες μπλέχτηκαν με λογοτεχνικά κείμενα των Ρηγόπουλου, Μπρεχτ, Σεφέρη, Αμπάς, Άρεντ, Αμερί και Αισχύλου συγκροτώντας το θεατρικό δρώμενο «Όπου Γης», μια παραγωγή του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος, σε συνεργασία με το Μουσείο Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης, που δόθηκε χθες στους χώρους του μουσείου. Περιδιαβαίνοντας τις φωτογραφίες της έκθεσης «Μια άλλη ζωή: Ανθρώπινες ροές / Άγνωστες Οδύσσειες», η Φανή Αποστολίδου και ο Γιάννης Γκρέζιος έδωσαν φωνή στους πρόσφυγες –τη φωνή που στερήθηκαν, τη φωνή που τους στέρησαν–, υπενθυμίζοντας, όχι τόσο τα δεινά που υπέστησαν, όσο την ευθύνη που βαραίνει κάθε έναν από εμάς: την ευθύνη αγάπης, και την ευθύνη μνήμης.

Η σκηνοθετική επιμέλεια και η σύνθεση των κειμένων ήταν της Τζένης Σκαρλάτου και η οργάνωση παραγωγής της Εύας Κουμανδράκη. Το δρώμενο «Όπου Γης» θα παιχτεί εκ νέου στις 27 Ιανουαρίου, στο Μουσείο Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης. Είσοδος ελεύθερη.

Δημοφιλή άρθρα

Λαμπάκι λαδιού: Γιατί ανάβει και πώς να το διορθώσετε;

Δείτε γιατί ανάβει το λαμπάκι λαδιού στο αυτοκίνητό σας και βρείτε όλα όσα χρειάζεται να γνωρίζεται για να το διορθώσετε!

Οδηγός Πόλης: Εναλλακτικοί χώροι για παιδικά πάρτυ στη Θεσσαλονίκη

Αν αναζητάτε εναλλακτικούς χώρους για παιδικά πάρτυ στη Θεσσαλονίκη, διαβάστε τον οδηγό μας & κάντε τα πιο αξέχαστα πάρτυ γενεθλίων ή γιορτής!

Λεκάνη τουαλέτας: 5 Παράγοντες για τη σωστή επιλογή!

Δείτε πώς να επιλέξτε την ιδανική λεκάνη τουαλέτας για τον χώρο και τις ανάγκες σας!

5 + 1 Κοντινές Αποδράσεις από τη Θεσσαλονίκη

Έχεις ανάγκη ένα city break; Βρες 5 + 1 μοναδικές προτάσεις μια ανάσα από τη Θεσσαλονίκη!

10 + 1 Χριστουγεννιάτικα Δώρα για Άντρες: Τι δώρο να του πάρω;

Αναζητάς χριστουγεννιάτικα δώρα για άντρες, αλλά δυσκολεύεσαι να αποφασίσεις τι τελικά θα πάρεις; Tο αντρικό δώρο είναι μια κατηγορία από μόνο του, καθώς συνήθως...