Ιστορίες αίματος ανατολικά της Δύσης

Οι ιστορίες που διηγείται ο γεννημένος στη Βουλγαρία αλλά εγκατεστημένος στις ΗΠΑ Πένκοφ διαβάζονται πολλαπλώς: αφηγηματικά, ιστορικά, ιδεολογικά. Κυρίως όμως διαβάζονται εσωτερικά –καλύτερα, ανθρώπινα–, «για να μη μαραθούν οι ρίζες». Ο Πένκοφ ακροβατεί ανάμεσα στο πραγματικό και στο γκροτέσκο, όχι για λόγους συγγραφικής πρόζας αλλά για λόγους αισθητικής παραμυθίας: ο συγγραφέας γράφει για τον εαυτό του, στην ουσία όμως γράφει για εμάς. Για αυτά που, μολονότι παρελθοντικά, είναι παροντικά και μελλοντικά. Η μετανάστευση είναι δική του και δική μας. Το ίδιο και ο κοινωνικός αποκλεισμός. Το ίδιο και οι πολιτικοί. Το ίδιο και η θρησκευτική μικρότητα και μικροψυχία. Το ίδιο και η αυτιστική εθνικιστική έξαρση. Το ίδιο και η μανιχαϊστική λογική. Όλα αυτά είναι δικά του –σαν ιστορική μνήμη–, αλλά και δικά μας –σαν ιστορική παρακαταθήκη. Κυρίως όμως είναι δικά μας γιατί συντελούνται δίπλα μας. Τα σύνορα που χάραξαν οι νικητές εκατό χρόνια πίσω είναι τα ίδια με τα συρματοπλέγματα των κεντροευρωπαίων «εταίρων» μας, αλλά, μολονότι λιγότερο αγκαθωτά, τα ίδια με τα δικά μας στα βορειοανατολικά σύνορα.

Ιστορία πρώτη. «Ας ζωντανέψει αυτός ο νεκρός εραστής της γυναίκας μου για μια ακόμη φορά, για χάρη της, κι ας είναι για μια μέρα. Ας του δανείσω εγώ, ο άντρας της, τα ζωντανά μου χείλη». Και αρχίζει ο σύζυγος, ετών 71, την ανάγνωση των γραμμάτων του νεκρού Πέγιο Σπάσοφ, εραστή της –κουφής, πλέον– γυναίκας του, πληγείσας από εγκεφαλικό. Μια ανάγνωση με την παρότρυνση της κατεστραμμένης από έναν κατεστραμμένο γάμο κόρης του, Μπουριάνα: «Θα της δώσουν λίγη χαρά τουλάχιστον».

Ιστορία δεύτερη. «Το ποτάμι που χωρίζει το χωριό στα δύο έγινε το σύνορο». Οι μεγάλοι πόλεμοι έχουν τελειώσει. Νικητές και ηττημένοι χαράζουν σύνορα –από δω εσείς, από κει αυτοί. Σάρκες από την ίδια σάρκα –χώρια. Και οι από κει να ερωτεύονται τους από δω, και οι από δω να φθονούν τους από κει: για ένα Levi’s, για ένα ζευγάρι Adidas. Και ξανά πόλεμος (επιτέλους με τη σωστή λέξη: «επίθεση»), και ξανά σύνορα –με συρματοπλέγματα αυτή τη φορά. Και προσφυγιά. Όχι για ένα Levi’s ή για ένα ζευγάρι Adidas, αλλά για την αναζήτηση της (χαμένης) ζωής.

Ιστορία τρίτη. «Έφυγα επειδή είχα τη δυνατότητα, επειδή κουβαλούσα στο αίμα μου τη λύσσα για τη Δύση». Ο εγγονός φεύγει για την Αμερική το 1999, και ο παππούς, πιστός του κομμουνιστικού κόμματος, πριν αυτό ευτελιστεί από τον καπιταλισμό, κάνει φλας μπακ στη ζωή του. Η αρχή γίνεται το ’44. Τότε, που πολεμά στα λαγούμια τον φασισμό. Λίγο μετά, που ξεπροβοδίζει τη γυναίκα του στην τελευταία της κατοικία, υπό την απαγγελία ενός εκ των τόμων του Λένιν («Ο καρκίνος της ήταν συνέπεια της αγνής και ιδεαλιστικής καρδιάς της»). Δυο ιστορίες μπρος πίσω: Αμερική και πάτρια, πάτρια και Αμερική. Η πάλη για την κατάκτηση των λέξεων για τον εγγονό, η αγωνία για τη διατήρησή τους από τον παππού. «Παππού, υπάρχει τόσο πολύ νερό ανάμεσά μας. Είμαστε τόσο μακριά». «Είμαστε. Όμως το αίμα, ελπίζω, είναι πιο πηχτό απ’ τον ωκεανό».

Ιστορία τέταρτη. «Είμαι η κόρη της μητέρας μου, που πάει να πει πως είμαι σκύλα. Λέω ψέματα και κλέβω. Δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. Είναι λες και αν δεν κλέψω τα πνευμόνια μου θα γεμίσουν με κόλλα. Loggo στιγμής». Μαρία. Παρατημένη από μάνα και πατέρα, στραπατσαρισμένη από τη ζωή. Παραδουλέφτα στον Κύριο και την Κυρία, με μοναδική έγνοια να τους ξαφρίζει, και τα λεφτά να τα στείλει η γιαγιά της στη μάνα της. Για να ξορκίσει το κλάμα της χαστουκίζει τον εαυτό της –«πολύ πιο αποτελεσματικό σε περίπτωση δακρύων». Η δίδυμη αδερφή της, Μάγδα, στο ορφανοτροφείο, με πρόσωπο παραμορφωμένο, μένει έγγυος. Η αγωνία της να τη σώσει –από τη σάρκα της–, και η ίδια να σωθεί –από τον εαυτό της.

Ιστορία πέμπτη. Αυτός, φορτωτής αποσκευών στο αεροδρόμιο Ο’ Χέιρ του Σικάγου. Αυτή, Γιαπωνέζα την εθνικότητα, σερβιτόρα σε φτηνό εστιατόριο σούσι, και μπέιμπι σίτερ. Παντρεμένοι –αυτή τέσσερα χρόνια μεγαλύτερή του, γεγονός που εξοργίζει τη μάνα του– αλλά άτεκνοι. Πρόβλημα με τις σάλπιγγες. Οι δυο τους καταφεύγουν στη (φθηνή) Βουλγαρία για εξωσωματική. Οι γονείς τού γαμπρού αναλαμβάνουν να καλύψουν τα έξοδα (3.000 δολάρια) –«δώρο γάμου». Επίσκεψη στο χωριό των παππούδων του, όπου οι ντόπιοι την περνάν για εξωγήινη. Βόλτα με το αυτοκίνητο και τρακάρισμα με ένα ποδήλατο που το οδηγούσε ο μικρός Ασσέντσο. «Θυμήθηκα πως το αγόρι είχε χαμογελάσει στη Γιούκι, πως της είχε πει ότι είναι όμορφη. Κανείς δεν την είχε πει όμορφη μέχρι τώρα». Το παιδί ήταν Τσιγγανάκι. Το παιδί πέθανε. Η εξιλέωση θα ’ρθει επώδυνα –σαν γέννα.

Ιστορία έκτη. «Ήταν γνωστό ότι πολλές φορές είχα κάνει ό,τι μπορούσα μόνο και μόνο για να κατουρήσω τον τοίχο του σχολείου». 1997. Ακόμα μία αλλαγή κυβέρνησης. Ο Ράντο, «διαόλου κάλτσα», είναι ένα παιδί-φαινόμενο, με μνήμη κινητή εγκυκλοπαίδεια. Ο συμμαθητής του, Γκόγκο, έχει έναν εξαρτημένο αδελφό, που βγάζει στο σφυρί ό,τι βρίσκεται για τη δόση του. Τώρα είναι δεμένος σε ένα καλοριφέρ. Ο Γκόγκο θα ζητήσει –για ακόμα μία φορά– τη βοήθεια του Ράντο. Μέχρι να γίνει αυτό, θα μεσολαβήσει η ιστόρηση της πορείας του χαρισματικού παιδιού (πατέρας και γιος: ένας περιοδεύων θίασος, ένα «τσίρκο»), μια ειρηνική πορεία στο κτίριο της βουλής («Οι πέτρες είναι φτιαγμένες για να ανοίγουν κρανία κι εμείς τις αφήνουμε κάτω λες και είναι λουλούδια») και ένα τελευταίο κατούρημα.

Ιστορία έβδομη. Ένα χαστούκι και μια αναπνοή. Μια νέα ζωή ξεκινά. Και το όνομα αυτής, Κεμάλ. Ο πατέρας έφτιαχνε γκάιντες στη Ροδόπη, το ίδιο και η μικρή που «σκάλιζε μικρούτσικα μισοφέγγαρα και τελίτσες σαν μακρινά αστέρια σε ξύλινο ουρανό». Ο πατέρας ξυρίζει γουλί το κεφάλι της κόρης, «γυαλιστερό σαν της σαύρας»: «Γεννήθηκες Τουρκάλα και θα σταθείς σαν Τουρκάλα μπροστά στον Ύψιστο όταν σε καλέσει». Η Κεμάλ βλέπει σπάνια τη μητέρα της, με το κεφάλι της «με τούφες εδώ κι εκεί». Εκατό γκάιντες: αυτό χρειάζεται πατέρας και κόρη, τη στιγμή που το Κόμμα διατάζει να δοθούν «σε όλους τους Τούρκους, Πομάκους και μουσουλμάνους καινούργια, βουλγαρικά ονόματα», και την κόρη αρχικά να αναφωνεί «Δώσε μας πίσω τα παλιά μας ονόματα», και στο τέλος να καρφώνει το σημείωμα «Φέρε πίσω τους γονείς μου».

Ιστορία όγδοη. Σε «μια λεπτή λωρίδα τσουρουφλισμένης τεξανής γης», ο χωρισμένος Μάικλ και ο Τζον Μάρτιν, με το «γαμωαυτοκίνητό» του, πηγαίνουν να πάρουν την κόρη του πρώτου, την Έλλη-πριγκίπισσα, από το σπίτι της πρώην συζύγου του. Τον υποδέχεται ο Μπάντι, ο νέος άντρας της Μάγιας, με τρίχωμα αρχικά βρεγμένο και στη συνέχεια φουντωτό, γιατρός το επάγγελμα, που είχε προσφέρει τις πολύτιμες υπηρεσίες του όταν ο Μάικλ εισήχθη σε νοσοκομείο. Μετά από ένα (ευρωπαϊκό) ποδόσφαιρο, ένα (αμερικανικό) ποδόσφαιρο, ένα Risk, ο Μάικλ διηγείται στην κόρη του ένα παραμύθι αίματος.

Mολονότι η γραφή του Πένκοφ είναι γραφή αγαλλίασης –«Στους καλούς ανθρώπους συμβαίνουν καλά πράγματα»–, δεν παύει να είναι εξίσου αγκαθωτή: «Λοιπόν, αυτή η ιστορία, και αυτή η ιστορία, αρχίζει με αίμα. Και τελειώνει με αίμα». Αν από κάπου μπορείς να πάρεις θάρρος, είναι «να στέκεσαι στα πόδια σου και να συνεχίζεις να προχωράς».

Οι «Αντίποδες» μας χάρισαν ένα μικρό διαμάντι. Θερμές ευχαριστίες.

Δημήτρης Τσιχλάκης

Δημοφιλή άρθρα

Λαμπάκι λαδιού: Γιατί ανάβει και πώς να το διορθώσετε;

Δείτε γιατί ανάβει το λαμπάκι λαδιού στο αυτοκίνητό σας και βρείτε όλα όσα χρειάζεται να γνωρίζεται για να το διορθώσετε!

Οδηγός Πόλης: Εναλλακτικοί χώροι για παιδικά πάρτυ στη Θεσσαλονίκη

Αν αναζητάτε εναλλακτικούς χώρους για παιδικά πάρτυ στη Θεσσαλονίκη, διαβάστε τον οδηγό μας & κάντε τα πιο αξέχαστα πάρτυ γενεθλίων ή γιορτής!

Λεκάνη τουαλέτας: 5 Παράγοντες για τη σωστή επιλογή!

Δείτε πώς να επιλέξτε την ιδανική λεκάνη τουαλέτας για τον χώρο και τις ανάγκες σας!

5 + 1 Κοντινές Αποδράσεις από τη Θεσσαλονίκη

Έχεις ανάγκη ένα city break; Βρες 5 + 1 μοναδικές προτάσεις μια ανάσα από τη Θεσσαλονίκη!

10 + 1 Χριστουγεννιάτικα Δώρα για Άντρες: Τι δώρο να του πάρω;

Αναζητάς χριστουγεννιάτικα δώρα για άντρες, αλλά δυσκολεύεσαι να αποφασίσεις τι τελικά θα πάρεις; Tο αντρικό δώρο είναι μια κατηγορία από μόνο του, καθώς συνήθως...