Συγγραφέας «Καταστροφέας», ετών 35

Εννιά ώρες και 600 χιλιόμετρα θα διανύσει η Μαντλέν, για να συναντήσει τον Φαμπέρ. Τριαντάχρονη πια, θα βρεθεί πρόσωπο με πρόσωπο με τον προ δεκαπενταετίας εραστή της και συνεπαναστάτη, και τώρα «έναν τρελό γερο-ερημίτη», που ζει σε έναν άθλιο αχυρώνα, σε ένα τετράγωνο δωμάτιο επτά επί επτά, που αποπνέει δυσωδία, χωρίς όμως να νιώθει ντροπή για την μπόχα που αναδίδει. Η Μαντλέν θα ξεδιπλώσει ένα Α4 φύλλο, με ένα σχέδιο και μια φράση, μια μπροσούρα της νιότης, την αποστολή της οποίας θα την αποδώσει στον Φαμπέρ, και της οποίας το νόημα είναι ότι ο αποστολέας καλεί σε βοήθεια. Το αναπάντεχο είναι ότι το ίδιο φύλλο κρατά και ο Φαμπέρ, με αποστολέα αυτή τη φορά τη Μαντλέν και τον κοινό τους φίλο, Μπαζίλ. Ποιος καλεί σε βοήθεια τελικά;

Θα αργήσουμε να το μάθουμε. Θα προηγηθεί η παραληρηματική καταβύθιση του ήρωα στα εφηβικά του χρόνια και στη σχέση του με τη Μαντλέν –«Ό,τι αληθινό υπήρχε σ’ εμένα είχε περάσει σ’ εκείνη. Και ό,τι κακό υπήρχε σ’ εκείνη ζούσε μέσα μου»– και ένα κρεσέντο βίας στο σπίτι της Μαντλέν, ακολουθούμενο από μια εξομολόγηση ιδιωτική, εν είδει αυτοκαταστροφικής ενδοσκόπησης, και ταυτόχρονα δημόσια, εκφωνημένη από του άμβωνος του βιβλίου: «Δεν θέλω να το κάνω, αλλά δεν γίνεται αλλιώς: έτσι είμαι εγώ». Και τη σκυτάλη θα πάρει η αυτοβιογραφία των φίλων του –με πρώτο τον «Μπαζίλ τον κουράδα», τον «πουτανοτερματοφύλακα», που έψαχνε έναν βράχο για να γαντζωθεί– και μέσω αυτής η ιστόρηση της προσωπικότητας του Μεχντί-Φαμπέρ: του «μόνου απόλυτα υγιούς παιδιού», από γονείς μετανάστες αλγερινής καταγωγής, υιοθετημένου από τον Ρισάρ και την Άννα.

Ας μην ειπωθεί τίποτα περισσότερο για την παιδική ηλικία του Φαμπέρ, πέρα από τον θάνατο των θετών γονέων του σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα, και την εισδοχή του στους κόλπους μιας ανάδοχης οικογένειας, της Μάρθας και του Ζαν. Ας σημειωθεί μόνον αυτό: «Ήταν ολομόναχος» και «Ο Φαμπέρ διάβαζε». Μια πρόταση και για τα χρόνια του στο δημοτικό: «Ο Φαμπέρ ήταν κάτι παραπάνω από απόμακρος, ήταν απρόσιτος».

Δέκα, έντεκα χρονών. Δυο φίλοι και μία ερωτευμένη που θα ψελλίσει: «Ξανάχτιζε ό,τι αγαπούσε με τούβλα μίσους και οργής, για να βρεθεί στο τέλος φυλακισμένος μέσα, ολομόναχος». Αρκεί.

Δύσκολο να υποθέσει κανείς αν η «καλύβα» των τριών στο γυμνάσιο θα αντιστοιχούσε (τουλάχιστον κατά τα όργανα της –σημερινής– τάξης) με γιάφκα. Και ακόμα πιο δύσκολο αν τα «σχέδια» θα ήταν τα σημερινά τεκμήρια ενοχής. Αν, για λόγους οικονομίας, γίνουν αποδεκτά και τα δύο, τότε βρισκόμαστε στο ξεκίνημα της «επαναστατικής δράσης» της «συμμορίας», «στο όνομα της δικαιοσύνης». «Γιάφκα» και «σχέδια» θα ενηλικιωθούν μαζί με τον ήρωα που πια «μούγκριζε σαν ζώο, έκλαιγε σαν παιδί και μιλούσε σαν άντρας». Η καταστροφή του, και η καταστροφή του κόσμου, άρχιζε. Και μαζί με αυτήν η εκδίκηση για τον «αιώνιο» ένσαρκο άγγελο/άσαρκο δαίμονα – ή μήπως ανάποδα;

Δέκα σελίδες πριν από το τέλος του βιβλίου θα μάθουμε αυτά που θα μπορούσαν να γραφούν στην αρχή του. Όμως ο Γκαρσία είναι μάστορας. Θα καθηλώσει τον αναγνώστη σε μια μαρτυρική αφήγηση τρώγοντάς του τα σπλάχνα, τρυπώντας του την καρδιά, διαλύοντας το κεφάλι του. Θα τον κάνει να σκεφτεί. Να αναπολήσει. Ίσως και να κλάψει. Πάντα όμως με όρους αξιοπρέπειας. Γιατί αυτό είναι το βιβλίο: μια αξιοπρεπής θρηνωδία. Ένα μοιρολόι της ήττας με το κεφάλι ψηλά. Μια αρχαιοελληνική τραγωδία σε μια εποχή παγκόσμιας τραγωδίας. Αν αυτό είναι αληθινό, απομένει, ως ζητούμενο, η κάθαρση. Ευτυχώς για τον αναγνώστη, αυτή δεν θα του δοθεί στο πιάτο.

Ο «Καταστροφέας» είναι μία από τις σπάνιες περιπτώσεις καλλιτεχνικής έμπνευσης όπου η υφολογία υπηρετεί ως θεράπων οικονόμος την πλοκή. Και αν η ποιητική γραφή διατρέχει έμψυχα και άψυχα, καθιστώντας και τα δύο συνιστώσες της γλωσσικής εξύμνησης, ο συγγραφέα επαναφέρει τον αναγνώστη, εν είδει ηλεκτροσόκ, στην πραγματικότητα.

Στην πραγματικότητα όσων άντεξαν. Στην πραγματικότητα όσων λύγισαν. Στην πραγματικότητα όσων συμβιβάστηκαν. Στην πραγματικότητα όσων ηττήθηκαν. Όχι μόνο των εικοσάρηδων της εποχής του τριανταπεντάχρονου σήμερα συγγραφέα, που παρήγγειλαν έναν δικό τους «Επιτάφιο» στον διάσημο, πλέον, Γάλλο. Αλλά και στην πραγματικότητα όλων όσοι, ολομόναχοι, ακόμα αναρωτιούνται: «Πρόδωσα; Δεν ξέρω». Στην πραγματικότητα όσων «αγάπησαν το πεπρωμένο της μετριότητας». Στην πραγματικότητα όσων κάτω από τα σκεπάσματά τους, και με λίγο κόκκινο στο πρόσωπο, ψελλίζουν: «Κακομοίρη μου. Δεν υπήρχε θέση για μας».

Και στην πραγματικότητα όσων αποδέχονται: «Δεν θα καταφέρουμε τίποτα. Είμαστε ήδη ξεχασμένοι, πριν καν τελειώσει η ζωή μας». Και στην πραγματικότητα όσων ακόμα, απλώς, ρωτούν: «Γιατί;».

Tristan Garcia
Φαμπέρ Ο Καταστροφέας
Μετάφραση Αλεξάνδρα Κωσταράκου
Εκδόσεις Πόλις

 

Δημοφιλή άρθρα

Λαμπάκι λαδιού: Γιατί ανάβει και πώς να το διορθώσετε;

Δείτε γιατί ανάβει το λαμπάκι λαδιού στο αυτοκίνητό σας και βρείτε όλα όσα χρειάζεται να γνωρίζεται για να το διορθώσετε!

Οδηγός Πόλης: Εναλλακτικοί χώροι για παιδικά πάρτυ στη Θεσσαλονίκη

Αν αναζητάτε εναλλακτικούς χώρους για παιδικά πάρτυ στη Θεσσαλονίκη, διαβάστε τον οδηγό μας & κάντε τα πιο αξέχαστα πάρτυ γενεθλίων ή γιορτής!

Λεκάνη τουαλέτας: 5 Παράγοντες για τη σωστή επιλογή!

Δείτε πώς να επιλέξτε την ιδανική λεκάνη τουαλέτας για τον χώρο και τις ανάγκες σας!

5 + 1 Κοντινές Αποδράσεις από τη Θεσσαλονίκη

Έχεις ανάγκη ένα city break; Βρες 5 + 1 μοναδικές προτάσεις μια ανάσα από τη Θεσσαλονίκη!

10 + 1 Χριστουγεννιάτικα Δώρα για Άντρες: Τι δώρο να του πάρω;

Αναζητάς χριστουγεννιάτικα δώρα για άντρες, αλλά δυσκολεύεσαι να αποφασίσεις τι τελικά θα πάρεις; Tο αντρικό δώρο είναι μια κατηγορία από μόνο του, καθώς συνήθως...