Θεαματική στροφή στην οικονομική πολιτική της Βρετανίας, μακριά από το δόγμα Σόιμπλε και την πολιτική λιτότητας της κυβέρνησης Κάμερον, αποτυπώνεται στον προϋπολογισμό για το 2017 που κατέθεσε ο υπουργός Οικονομικών, Φίλιπ Χάμοντ.
Οπως αναφέρει το DW, oι αδυναμίες της βρετανικής οικονομίας, οι οποίες αναδείχθηκαν περισσότερο μετά το δημοψήφισμα, δεν είναι μόνο αποτέλεσμα του Brexit αλλά και της πολιτικής της λιτότητας που επέβαλε από το 2010 ο μέχρι πριν από πέντε μήνες υπουργός Οικονομικών Τζορτζ Όσμπορν.
Ο Φίλιπ Χάμοντ είπε δημοσίως ότι η διαρκής λιτότητα, δηλαδή το δόγμα Σόιμπλε, που επικρατεί σε όλη την Ευρώπη, δεν είναι πανάκεια και αποτελεί τροχοπέδη για την ανάπτυξη, ενώ πέταξε στον κάλαθο αχρήστων το στόχο του Όσμπορν για μηδενισμό του ελλείμματος έως το 2018 και τον παρατείνει χρονικά έως το 2021. Παράλληλα εξαγγέλλει δάνειο 56 δισ. στερλινών έως το 2020-2021, μέρος του οποίου θα καλύψει το κενό μείωσης του ρυθμού ανάπτυξης και θα χρησιμεύσει ως μαξιλάρι ασφαλείας για τυχόν αναπάντεχες εξελίξεις στην διαπραγμάτευση με την ΕΕ.
Επιπλέον ο Φ. Χάμοντ εξήγγειλε έργα υποδομής ύψους 30 δισ., ενίσχυση του κατασκευαστικού τομέα, διατήρηση της αύξησης της κρατικής σύνταξης κατά 2.5% το χρόνο, πάγωμα του φόρου καυσίμων και μείωση του εταιρικού φόρου από 20% σε 17%. Παράλληλα διατηρεί την πολιτική εξορθολογισμού των κοινωνικών επιδομάτων, αλλά δίνει 2 δισ. το χρόνο για την ενίσχυση του τομέα της επιστημονικής έρευνας και τεχνολογίας καθώς και επιπλέον κονδύλια για την ανάπτυξη των δικτύων επικοινωνίας. Ο προϋπολογισμός δεν προβλέπει ωστόσο αύξηση των παροχών προς το εθνικό σύστημα υγείας, γεγονός που αφήνει έκθετους τους «brexiteers» υπουργούς και βουλευτές.