Σε όλη τη διάρκεια του μακρού δημιουργικού του βίου η παρουσία στη δημόσια σφαίρα του Βαγγέλη Δημητρέα (Μελίσσι Κορινθίας 1934-Αθήνα 2019) δεν εξαντλήθηκε αποκλειστικά στην εκθεσιακή και διδακτική δραστηριότητα. Η βαθιά θεωρητική κατάρτισή του τού επέτρεπε να συμμετέχει τακτικά σε συνέδρια με καλλιτεχνικό ή φιλοσοφικό θέμα, να δίνει διαλέξεις και να δημοσιεύει άρθρα και μελέτες σε διάφορα έντυπα.
Του Τριαντάφυλλου Τρανού*
Ήδη από την περίοδο του Παρισιού αναλαμβάνοντας όλες τις συνέπειες της επιλογής του, επέλεξε να παραμείνει εκτός του τυπικού καλλιτεχνικού χώρου που ο ίδιος χαρακτήριζε ως «εμπορικό/διαμεσολαβητικό κύκλωμα». Ενώ παρέμεινε σε όλη του τη ζωή ένας τρυφερός, διακριτικός και μάλλον μοναχικός άνθρωπος, αναζητώντας την εσωτερική συνοχή του έργου και την ευκταία αντιστοίχισή του με την οδυνηρή μεταπολεμική συνθήκη της ελληνικής κοινωνίας, στράφηκε κάτω από την πίεση των αντικειμενικών συνθηκών σε μια τραχιά και δύσβατη κατεύθυνση. Ανέπτυξε ως άμυνα και αντίδοτο σε αυτό το τοξικό περιβάλλον μια σειρά εικαστικών λύσεων με κύρια χαρακτηριστικά την κατάλυση της συμβατικής τάξης, την οπτική δυσαρμονία και τους οξείς μετατονισμούς.
Η διακαής επιθυμία του να μετακινήσει τις αναγκαίες προϋποθέσεις του ζωγραφικού έργου σε ένα πιο «ανοιχτό» και δυνητικά ελεύθερο περιβάλλον, κατέστη δυνατή μόνο υπό όρους διαρκούς επιστράτευσης και επαγρύπνησης, τους ίδιους ακριβώς που συγκροτούν το Μοντερνισμό ως ποιοτικό και όχι ως χρονικό κίνημα. Η διαλεκτική του άρνηση να δεχθεί ως οριστική την παρούσα μορφή της ύπαρξης, έγινε τελικά μέρος της συνειδητής εικαστικής του στρατηγικής. Το κέρδος του, όποιο κι αν ήταν αυτό, προέκυψε με αντίτιμο την απώλεια της συνεκτικής μορφής στο έργο του.
Από τα πρώιμα έργα του τον απορρόφησαν οι εκφραστικές δυνατότητες μιας πειθαρχημένης γραφής χωρίς εύπεπτες νατουραλιστικές ευκολίες. Αρχικά απέφυγε το χρώμα υπακούοντας σε όλους τους περιορισμούς που θέτει στον καλλιτέχνη η συνειδητή απομείωση της λειτουργίας του. Προτίμησε, αντί της αισθητηριακής απόλαυσης για την οποία δεχόταν πως αποτελεί συστατικό στοιχείο της ζωγραφικής στους ευμενείς καιρούς, την καθαρή γραφή του μαύρου πάνω στο άσπρο, γραφή που ταίριαζε με το συχνά οξύ, κριτικό περιεχόμενο των έργων του. Επεξεργάστηκε το ιδιαίτερο, «άγλυκο», όπως ό ίδιος το χαρακτήριζε, εικαστικό ιδίωμά του, επιμένοντας στις αυστηρά δομημένες συνθέσεις και στην ακρίβεια του σχεδίου.
Υιοθέτησε και ανέπτυξε ως εκφραστικό όχημα με συνέπεια και απαράμιλλη αντοχή, μια δυναμική ιδιοσυγκρασιακή γραφή, τραχιά και τρυφερή ταυτόχρονα, που συγκέντρωνε κυρίως, αλλά όχι αποκλειστικά, το ενδιαφέρον της στην ανθρώπινη μορφή. Υπήρξε και αυτός ζωγράφος της αποδόμησης της ανθρώπινης μορφής, ακολουθώντας το παράδειγμα των καλλιτεχνών που θεωρούσε ο ίδιος και τους οποίους πρότεινε και στους νεότερους καλλιτέχνες ως «θετικούς ήρωες» και ισχυρά πρότυπα: Pablo Picasso, Henry Moore, Francis Bacon, Alberto Giacometti. Ο κεντρικός στόχος της εικαστικής του έρευνας ήταν η ριζοσπαστική αλλαγή της πρόσληψης της ανθρώπινης μορφής, για την οποία σε ένα από τα προσεγμένα, εξίσου πυκνά με τα έργα του, κριτικά σημειώματά του σημείωνε πως επιχείρησε την αποδόμησή της, «με τα ίδια ακριβώς μέσα με τα οποία η ίδια (η μορφή) αντιστέκονταν στις προσπάθειες ανασύνταξής της».
Ταυτόχρονα σχεδόν, αντλώντας από πολιτικές και προσωπικές εμπειρίες στις οποίες μόνο υπαινικτικά και διαθλασμένα αναφέρονταν, στράφηκε στις τρισδιάστατες κατασκευές χρησιμοποιώντας ταπεινά υλικά των μη-τόπων του αστικού και του βιομηχανικού περιβάλλοντος. Στην πιο πρόσφατη ζωγραφική του ασχολήθηκε εκτεταμένα με θέματα που αφορούν στην ιστορική μνήμη και τις προσωπικότητες που διαμόρφωσαν το πρόσφατο παρελθόν.
Ο Βαγγέλης Δημητρέας στήριξε με όλες του τις δυνάμεις το Τμήμα Εικαστικών και Εφαρμοσμένων Τεχνών της Σχολής Καλών Τεχνών του Α.Π.Θ. στα πρώτα του, δύσκολα βήματα. Με την αποφασιστική και θετική στάση του δημιούργησε ένα ισχυρό πρότυπο και συνέδραμε στη συνδιαμόρφωση με τους άλλους καθηγητές και καθηγήτριες του Τμήματος της διακριτής φυσιογνωμίας του. Ως ακαδημαϊκός δάσκαλος προσπάθησε να διδάξει συστηματικά τη ζωγραφική, όχι μόνο ως τέχνη με τις δικές της, όπως τόνιζε συχνά, ενδοσυστημικές απαιτήσεις και ιδιαίτερες πειθαρχίες, αλλά και ως κώδικα ορθού βίου και όργανο ευαισθησίας. Η μητροπολιτική εμπειρία και η τέχνη που συνδέεται με αυτήν επιφέρουν ανατροπές όχι μόνο στην πρόσληψη του χώρου του άστεως αλλά και στη συμπεριφορά και στις κοινωνικές σχέσεις, διαμορφώνοντας πλέον τις προϋποθέσεις για μία νέα «οικολογία της αντίληψης». Ο ρόλος των αισθήσεων σήμερα, όπως θα έλεγε και ο ίδιος, δεν είναι σταθερός, αλλάζει διαρκώς. Το βλέμμα, που δεν μπορεί να πάρει αν δεν δώσει αποκτά πλέον νέα πεδία εμπειρίας, δύσκολα αφομοιώσιμα. Νέες τεχνολογίες και νέες κοινωνικές συνθήκες διαμορφώνουν διαρκώς νέα υποκείμενα και συνειδήσεις. Μέσα από αυτά τα στοιχεία, προσβλέποντας για τη ζωγραφική σε ένα «μέλλον που διαρκεί πολύ», ο Δημητρέας επιζητούσε με πάθος να βοηθήσει τους φοιτητές και τις φοιτήτριές του να ενισχύσουν τη δουλειά τους με εικαστική ποιότητα, να την αναπλαισιώσουν με θεωρητική ισχύ και ταυτόχρονα να καταφέρουν να σταθούν αποτελεσματικά απέναντι στα διαρκώς μεταβαλλόμενα οξεία πολιτικά και κοινωνικά προβλήματα της εποχής μας. Στον Δημητρέα και στους ομόλογούς του καλλιτέχνες οφείλουμε τη μνήμη, τη συνείδηση και την αναγκαία δράση που συνδέονται με την περιπέτεια της όρασης.
*Ο Τριαντάφυλλος Τρανός διδάσκει στο Τμήμα Εικαστικών και Εφαρμοσμένων Τεχνών του ΑΠΘ