Επιζών του Ολοκαυτώματος, βραβευμένος με νόμπελ Ειρήνης και μία «απ’ τις πιο ηθικές φωνές της εποχής μας», σύμφωνα με τον αμερικανό πρόεδρο Μπαράκ Ομπάμα, ο συγγραφέας Ελί Βιζέλ πέθανε, χθες Σάββατο, στα 88 του χρόνια, στο σπίτι του στο Μανχάταν της Νέας Υόρκης, ύστερα από μακρόχρονη ασθένεια.
Γεννήθηκε το 1928 σε μια μικρή πόλη στην Τρανσυλβανία. Στη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, μαζί με την οικογένειά του, καθώς και με άλλους εβραίους που ζούσαν στην περιοχή, στάλθηκε σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στη Γερμανία, όπου έχασαν τη ζωή τους οι γονείς του και η μικρή του αδελφή. Αυτός και οι δύο μεγαλύτερες αδελφές του επέζησαν.
Μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, σπούδασε στη Σορβόνη και ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία. Το 1955 μετεγκαταστάθηκε στις ΗΠΑ και αργότερα απέκτησε την αμερικανική υπηκοότητα.
Τις εμπειρίες του από τα στρατόπεδα συγκέντρωσεις τις αφηγήθηκε στο πρώτο του βιβλίο, που εκδόθηκε το 1958, με τίτλο «Η νύχτα». Στη συνέχεια έγραψε πολλά βιβλία και παράλληλα ανέπτυξε έντονη ανθρωπιστική δράση υπέρ των ομάδων που υφίστανται διώξεις λόγω της θρησκείας τους, της φυλής τους ή της εθνικής τους καταγωγής.
Το 1986 τιμήθηκε με το Νόμπελ Ειρήνης για την προσφορά του στον αγώνα για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Είχε τότε δηλώσει σχετικά: «Οποτεδήποτε και οπουδήποτε υποφέρουν οι άνθρωποι, οφείλουμε να διαλέγουμε πλευρά. Η ουδετερότητα βοηθά τον καταπιεστή, ποτέ τον καταπιεζόμενο. Η σιωπή λειτουργεί προς όφελος του βασανιστή, όχι του βασανιζόμενου».