Σιμόν ντε Μποβουάρ: Δε γεννιέσαι γυναίκα, γίνεσαι

Δεν γεννιέσαι γυναίκα. Γίνεσαι γυναίκα. Αυτή είναι μια ξεκάθαρη θέση μιας υπαρξίστριας που γυναίκας που αποδέχεται την αρχή πως η ύπαρξη προηγείται της ουσίας. Μια γυναίκα που κινήθηκε στον υπαρξισμό, τον μαρξισμό και έχοντας ως αφετηρία της σκέψης και του έργου της πως στο διάβα της ιστορίας οι γυναίκες έχουν θεωρηθεί ως η παρέκκλιση, η ανωμαλία, σήκωσε ψηλά τη σημαία του φεμινισμού διεκδικώντας ένα ισότιμο αύριο για το άλλο 50% αυτού του κόσμου. Σύμβολο αξεπέραστο, άφησε τη δικιά της σφραγίδα με τα κείμενά της αλλά και με την ιδιόρρυθμη ζωή της, κυρίως τη σχέση της με έναν μεγάλο άνθρωπο των γραμμάτων, των Ζαν Πολ Σαρτρ.

Το έργο της, είναι πολυδιάστατο, αφού περιλαμβάνει από πολιτικές θέσεις και φιλοσοφικά δοκίμια μέχρι μυθιστορήματα, βιογραφίες και θεατρικά έργα. Αρχιιέρεια του φεμινισμού κατά την ταραγμένη δεκαετία του ’60, ένα κίνημα που έχει ξεφύγει από τη διεκδίκηση ψήφου και ίσων δικαιωμάτων και θέλει να αλλάξει ριζικά τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζονται οι γυναίκες.

Στις 9 Γενάρη του 1908 έρχεται στο κόσμο στο Παρίσι ένα κορίτσι που έγινε ένα από τα πιο φωτεινά γυναικεία σύμβολα του 20ού αιώνα και άλλαξε ριζικά τον τρόπο με τον οποίο νοείται η γυναίκα. Η ζωή και η σκέψη της Σιμόν ντε Μποβουάρ ξέφευγαν από τα στενά φεμινιστικά πλαίσια, περιπλέκονταν με τον υπαρξισμό, την Αριστερά, τη σεξουαλική απελευθέρωση, τη Γαλλική διανόηση και επηρέασαν σε επίπεδο ιδεών και φαινομένων την κοινωνία.

Η Σιμόν Λισί Ερνεστίν Μαρί Μπερτράν ντε Μποβουάρ (Simone-Lucie-Ernestine-Marie Bertrand de Beauvoir) γεννήθηκε στο Παρίσι, στους κόλπους μιας ξεπεσμένης αριστοκρατικής οικογένειας. Φοίτησε και πήρε το μπακαλορεά της από το εξαιρετικά αυστηρό καθολικό λύκειο Cours Désir και στη συνέχεια σπούδασε φιλοσοφία στη Σορβόνη, όπου συνάντησε τον συμφοιτητή της και μετέπειτα σύντροφο της ζωής της Ζαν Πολ Σαρτρ. Αμέσως μετά την αποφοίτησή της, πέτυχε στις εξετάσεις των καθηγητών φιλοσοφίας το 1929, και δίδαξε στη Μασσαλία, τη Ρουέν, και το Παρίσι, μέχρι το 1943.  Την ίδια χρονιά έκανε το λογοτεχνικό της ντεμπούτο με το βιβλίο “Η καλεσμένη” (1943), ενώ ακολούθησε Το αίμα των άλλων το (1945), χρονιά κατά την οποία εξέδωσε μαζί με τον Σαρτρ το μηνιαίο περιοδικό λογοτεχνικής και πολιτικής κριτικής «Temps Modernes» («Μοντέρνοι Καιροί»), με τον τίτλο του δανεισμένο από την ομώνυμη ταινία του Τσάρλι Τσάπλιν. Το έργο “Η καλεσμένη” είναι ένα μυθοπλαστικό χρονικό της σχέσης που ανέπτυξε με μία από τις φοιτήτριές της, την Olga Kosakiewicz, ενώ δίδασκε στη Ρουέν κατά τη διάρκεια των αρχών της δεκαετίας του ’30. Το μυθιστόρημα ταυτόχρονα διερευνεί και την πολύπλοκη σχέση μεταξύ της Μποβουάρ και του Σαρτρ, καθώς και πώς επηρεάστηκε η σχέση τους με την συμπερίληψη της Kosakiewicz. Μπορεί βλέπετε η Μποβουάρ να αρνήθηκε όσο ήταν εν ζωή το γεγονός ότι σύναπτε ερωτικές σχέσεις και με γυναίκες, εν τούτοις, κείμενά της που ήρθαν στο φως της δημοσιότητας την διαψεύδουν.

Θα ήταν ειρωνεία να συνδεθεί και από εμάς η «μητέρα του φεμινισμού» ως η σύντροφος ενός σπουδαίου άντρα, αλλά η σχέση της Μποβουάρ με τον Σαρτρ, τόσο στον έρωτα όσο και στη φιλοσοφία, είναι ιδιαίτερη, αμφίδρομη και ανεξάρτητη. Ως ζευγάρι, μένουν σε διαφορετικά σπίτια και ως ερωτικοί σύντροφοι, διατηρούν ανοιχτές ερωτικές σχέσεις με άλλους ανθρώπους, ενίοτε και όλοι μαζί, καταστάσεις που η Μποβουάρ θα εξιστορήσει μέσα από το λογοτεχνικό της έργο. “Η καλεσμένη” άλλωστε, του 1943 είναι μια τρανή απόδειξη. Ο ελεύθερος έρωτας και η αυτοδιάθεση του σώματος βρίσκονται στην καρδιά της σχέσης τους και η λέξη «γάμος» αποτελεί ένα «κακό αστείο». Όταν το 1931 ο Σαρτρ ζητά από τη Μποβουάρ να παντρευτούν –για πρακτικούς κυρίως λόγους– η Γαλλίδα είναι κάθετη και του απαντά λέγοντας: «ο γάμος είναι περιορισμός, αστικοποίηση, αλλά και θεσμοθετημένη παρέμβαση του κράτους στην ιδιωτική ζωή των πολιτών».

Το ναζιστικό κατοχικό καθεστώς την απολύει από καθηγήτρια το 1943, επειδή υποστηρίζει τη σχέση μαθήτριας της με έναν Ισπανό εβραϊκής καταγωγής. Κατά τη διάρκεια της κατοχής, η Μποβουάρ έρχεται σε επαφή με τον Καμύ, τον Ζενέ, τον Πικάσο και άλλα «αντιστασιακά στοιχεία» του Παρισιού, ενώ παίρνει μέρος στην οργάνωση ‘Σοσιαλισμός και Ελευθερία’ που ιδρύει ο Σαρτρ στα πλαίσια της αντίστασης. Φλογερή Μαρξίστρια, μέλος πλέον του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος η Μποβουάρ το 1947 παρουσιάζει το βιβλιό της Pour Une Morale de L’ambiguïté (1947) (Για μία ηθική της αμφισβήτησης) το οποίο έλαβε λίγη προσοχή αλλά είναι ίσως το μοναδικό καλύτερο σημείο εισαγωγής στον Γαλλικό υπαρξισμό. Η απλότητα του έργου είναι αριστούργημα από μόνη της, αφού η ντε Μποβουάρ μειώνει την τραχύτητα που πολλοί συνδέουν με την ανάγνωση του υπεραναλυτικού “Το είναι και το μηδέν του Σαρτρ”, σε λίγες σελίδες συγκριτικά ελαφρού διαβάσματος.

Ο υπαρξισμός

Ο υπαρξισμός ως ρεύμα είναι μια από τις φιλοσοφικές επαναστάσεις του εικοστού αιώνα. Οι απολογητές του αμφισβητούσαν την εγκυρότητα όλων των θεωριών και συστημάτων που είχαν διαμορφωθεί στο πλαίσιο της παραδοσιακής φιλοσοφίας και εισηγούνταν, βασιζόμενοι στο cogito του Καρτέσιου, ένα νέο ξεκίνημα με βάση τις δικές τους απόψεις. Ο όρος εισήχθη τον 20ο αιώνα από τον Γκαμπριέλ Μαρσέλ, φιλόσοφο, δραματουργό και μουσικοκριτικό, εκπρόσωπο του θεϊστικού υπαρξισμού, σε αντιδιαστολή προς τη φιλοσοφική τάση του Σαρτρ προς τον αθεϊστικό υπαρξισμό. Ωστόσο, ως τάση διαμορφώθηκε αρκετά νωρίτερα, από τον Σόρεν Κίρκεργκωρ, που υπήρξε και ο κύριος εισηγητής της. Το ευρύτερο πλαίσιο του φιλοσοφικού στοχασμού των υπαρξιστών ήταν η άρνησή τους στη φιλοσοφία, ως αντικειμενική και θεωρητική επιστήμη και η θεώρηση ότι η φιλοσοφία είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένη με την ανθρώπινη ύπαρξη. Ειδικά, επίκεντρο ενδιαφέροντος του υπαρξισμού δεν ήταν πράγματα, ιδέες ή έννοιες αλλά ο άνθρωπος ως μοναδική και ανεπανάληπτη ύπαρξη. Η ύπαρξη, ως μοναδικός τύπος κάθε ανθρώπου, δεν έχει στατικές έμφυτες ιδιότητες, όπως πιστευόταν ότι συμβαίνει με την ουσία του, αλλά διαμορφώνεται αέναα με την προσωπική του δράση, με αποτέλεσμα να ευθύνεται και γι’ αυτό στο οποίο θα καταλήξει. Έτσι, οι υποστηρικτές του υπαρξισμού διαχωρίστηκαν από την καρτεσιανή παράδοση και οι Γάλλοι υπαρξιστές, ( να λοιπόν οι άνθρωποι μας Μποβουάρ και Σάρτρ), έθεσαν ως έμβλημά τους την ύπαρξη να προηγείται της ουσίας, ορίζοντας συγχρόνως ηγεμόνα των αισθήσεων την αφή και όχι την όραση: «Υπάρχω σημαίνει λερώνω τα χέρια μου».

Το «Δεύτερο Φύλο»

Η Σιμόν ντε Μποβουάρ επιχειρηματολογεί το 1949 μέσω ενός φεμινιστικού υπαρξισμού στο κορυφαίο ίσως έργο της το “Δεύτερο Φύλο” . Ως υπαρξίστρια η Μπoβουάρ αποδέχεται την αρχή πως η ύπαρξη προηγείται της ουσίας. Επομένως, όπως υποστηρίζει, δεν γεννιέται κανείς γυναίκα, αλλά γίνεται και η ανάλυσή της εστιάζει στην ιδέα του Άλλου. Η κατασκευή της γυναίκας ως το τυπικό παράδειγμα Άλλου είναι για την Μποβουάρ το θεμέλιο της καταπίεσης των γυναικών. Η Μποβουάρ στο βιβλίο της το “Δεύτερο Φύλο” υποστηρίζει πως δια μέσου της ιστορίας οι γυναίκες έχουν θεωρηθεί ως η παρέκκλιση, η ανωμαλία. Ακόμη και η πρώιμη φεμινίστρια Mary Wollstonecraft θεωρεί τους άντρες ως το ιδανικό στο οποίο θα έπρεπε να ανέλθουν οι γυναίκες. Η Μπoβουάρ λέει πως αυτή η στάση έχει κρατήσει πίσω τις γυναίκες διατηρώντας την αντίληψη πως οι γυναίκες είναι η παρέκκλιση από το κανονικό, ότι είναι παρείσακτες που προσπαθούν να εξομοιωθούν με την “κανονικότητα”. Υποστηρίζει δε πως αν ο φεμινισμός θέλει να προχωρήσει, πρέπει να καταρρίψει την υπόθεση αυτή. Και έχει δίκιο.

Το «Δεύτερο Φύλο», που την έκανε διάσημη σε όλο τον κόσμο, είναι μία εμπεριστατωμένη και φλογερή έκκληση για την κατάργηση εκείνου που αποκαλούσε μύθο του «αιώνιου θηλυκού». Τη δεκαετία του ’60 το βιβλίο αυτό θεωρήθηκε ένα από τα κλασσικά έργα της φεμινιστικής λογοτεχνίας και βρισκόταν για πολλά χρόνια στη λίστα του Βατικανού με τα απαγορευμένα βιβλία (Index Librorum Prohibitorum). Η ντε Μποβουάρ υποστηρίζει ότι τα βασικά δικαιώματα του ατόμου πρέπει να στηρίζονται στην ισότητα δικαιωμάτων του άνδρα και της γυναίκας. Αυτά θεμελιώνονται στην κοινή δομή της ύπαρξής τους, ανεξάρτητα από τη σεξουαλικότητά τους.

«Οι σημερινές γυναίκες, θα γράψει η Μποβουάρ στο Δεύτερο Φύλο,  έχουν σχεδόν εκθρονίσει τον μύθο της θηλυκότητας. Αρχίζουν να κάνουν αισθητή την ανεξαρτησία τους με πολύ συγκεκριμένους τρόπους. Δεν καταφέρνουν όμως εύκολα να βιώσουν απόλυτα την κατάστασή τους ως ανθρώπινα όντα. Έχοντας ανατραφεί από γυναίκες, μέσα στους κόλπους ενός γυναικείου κόσμου, ο φυσιολογικός προορισμός τους είναι ο γάμος, ο οποίος στην πραγματικότητα τις υποδουλώνει ακόμα και σήμερα στον άντρα. Το ανδρικό κύρος κάθε άλλο παρά έχει εξαλειφθεί: στηρίζεται ακόμα σε γερές οικονομικές και κοινωνικές βάσεις…». Εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς πως το βιβλίο δεν θα έμπαινε στο στόχαστρο μόνο του Βατικανού. Το σίγουρο πάντως είναι πως οι πωλήσεις του ξεπέρασαν κάθε φαντασία. Η πρώτη έκδοση, που περιελάμβανε 50.000 αντίτυπα, εξαντλήθηκε μέσα σε μια εβδομάδα και η Μποβουάρ έγινε διάσημη παγκοσμίως.

Από το λογοτεχνικό της έργο, το οποίο μπολιάζει με τις ιδέες του Υπαρξισμού, ξεχωρίζει το μυθιστόρημα οι «Μανδαρίνοι» (1954), που κέρδισε το βραβείο Γκονκούρ. Αναφέρεται στην προσπάθεια μιας ομάδας διανοουμένων μετά τον πόλεμο να εγκαταλείψουν την κοινωνική θέση των «μανδαρίνων» (της μορφωμένης ελίτ) και να αναλάβουν πολιτική δράση. Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως η Σιμόν συχνάζει στο θρυλικό παρισινό καφέ Les Deux Magots, όπου οι πολιτικές και φιλοσοφικές συζητήσεις της με τον Σαρτρ και τους υπόλοιπους μένουν στην ιστορία.

Δύο χρόνια αργότερα η εισβολή των σοβιετικών στην Ουγγαρία κλονίζει τόσο την ίδια όσο και τον σύντροφο της και πλέον εισχωρούν στον Μαοϊσμό.  Για το θέατρο έγραψε Τα άχρηστα στόματα (1945), και διηγήθηκε μερικά από τα ταξίδια της στο “Η Αμερική από μέρα σε μέρα” (1948) και στο Η μεγάλη πορεία (1957).

Πολλοί είναι αυτοί που υποστηρίζουν και δεν έχουν άδικο ενδεχομένως πως η Ντε Μποβουάρ δύσκολα θα επιδοκίμαζε ορισμένες από τις επιθετικότερες εκδοχές φεμινιστικής γραφής και πρακτικής, που απέκτησε , σε κάποιες περιπτώσεις φαινόμενα και χαρακτηριστικά εσωστρεφούς γκρουπούσκουλου. Ο δικός της λόγος, επικεντρωμένος κυρίως στο αίτημα των ίσων ευκαιριών, είναι άνετος, συχνά χαλαρός και, παρά τις ρητορικές και λυρικές εξάρσεις του, βιωματικά οικείος. Το γεγονός ότι το γαλλικό καθολικό ιερατείο την έβλεπε ως «πορνογράφο» και την ταξινομούσε ως «νυμφομανή», λέει πολύ περισσότερα για τις φαρισαϊκές αγκυλώσεις του καθολικισμού στα μέσα του αιώνα μας παρά για την ίδια την Ντε Μποβουάρ.

Η προβολή από την Ντε Μποβουάρ της γυναίκας ως «του άλλου» είχε γόνιμη συνέχεια στη φεμινιστική ρητορική και πράξη. Στη φιλοσοφικά υπεύθυνη και βιωματικά πραγματιστική εκδοχή του ο φεμινισμός εξισορρόπησε προοπτικές και αποκάλυψε ιδεολογικές κατασκευές κομμένες και ραμμένες για αιώνες στα μέτρα της ανδροκεντρικής τάξης των πραγμάτων· την ίδια στιγμή η «αντάρτικη» πτέρυγα του φεμινισμού εγκλωβιζόταν σε οντολογικούς φενακισμούς και αυτονομιστικούς κορδακισμούς με τελετουργικές ανδροθυσίες, όπως τονίζει και ο καθηγητής φιλοσοφίας του ΑΠΘ, Θεόδωρος Παπαγγελής. Η ατζέντα του φεμινιστικού ακτιβισμού των δεκαετιών του ’60 και του ’70, όταν δεν ηχούσε απλώς ως πολεμικό ανακοινωθέν, άρχιζε και τελείωνε με τη μυσταγωγική καθομολόγηση μιας άνευ όρων «ετερότητας»: όχι μόνο λυσιστράτεια καραντίνα στους άρρενες αλλά ακόμη και index librorum prohibitorum για την πολιτικώς μη ορθή λογοτεχνία και τέχνη. Η Ντε Μποβουάρ, που δεν τοποθετούσε τίποτε πιο ψηλά από την ελευθερία της καλλιτεχνικής δημιουργίας, δεν μπορούσε να προβλέψει αυτή την εξέλιξη. Το έχουμε πει πολλές φορές από αυτήν την εκπομπή πως κάθε ένας οφείλει να μπαίνει υπό το πρίσμα της όποιας κριτικής πάντα ως άνθρωπος του καιρού του.

Υπό στενή παρακολούθηση του FBI, ο συγγραφέας του περίφημου βιβλίου «Το Είναι και το Μηδέν», ο συντροφός της Ζαν Πολ Σαρτρ πήγε και στην Αμερική τη δεκαετία του ’50, όπου έδωσε σειρά διαλέξεων. Εντύπωση του έκανε ο διαχωρισμός λευκών και μαύρων: «Σε αυτό τον τόπο της ελευθερίας και της ισότητας, ζουν δεκατρία εκατομμύρια παρίες. Σε σερβίρουν στο τραπέζι σου, σου γυαλίζουν τα παπούτσια, σου πατούν το κουμπί του ασανσέρ, κουβαλούν τις αποσκευές σου, αλλά δεν έχουν τίποτα να κάνουν μαζί σου, ούτε κι εσύ μ’ αυτούς… Γνωρίζουν ότι είναι πολίτες τρίτης κατηγορίας. Είναι νέγροι. Μην τους αποκαλέσεις ποτέ “αράπηδες”».

Η δε Μποβουάρ, που δεν διακρινόταν για την κομψότητά της, παραξενεύτηκε από τον τρόπο που ντύνονταν οι Αμερικανίδες με σκοπό, όπως συμπέρανε, να παγιδέψουν τον μελλοντικό τους σύζυγο: «Ή τζιν ή μινκ-δυο στολές», έγραφε. «Αυτές οι γυναίκες, που υπερασπίζονται με τόσο πάθος την ανεξαρτησία τους και σε κάθε ευκαιρία δεν διστάζουν να γίνουν επιθετικές με τους άντρες, παρ’ όλα αυτά ντύνονται για τους άντρες… η αλήθεια είναι ότι τα ρούχα των γυναικών στην Ευρώπη δεν εκφράζουν τέτοια δουλοπρέπεια».

Με το πέρασμα του χρόνου η φήμη του «πρότυπου ζευγαριού» απλωνόταν σε όλο τον κόσμο. Ο Σαρτρ, που δεν διακρινόταν για την ομορφιά του αλλά και για την καθαριότητά του, αναπαρήγαγε τις πρώτες εντυπώσεις του για τη Σιμόν. «Πιστεύω πως είναι όμορφη», είχε πει σε συνέντευξή του για το American Vogue, το 1965. «Τα έπαιξα όλα για όλα προκειμένου να την γνωρίσω επειδή ήταν όμορφη, επειδή είχε -και έχει ακόμα- το είδος του προσώπου που με τραβάει σε μια γυναίκα. Το θαύμα με τη Σιμόν ντε Μποβουάρ είναι ότι διαθέτει ανδρική ευφυΐα και γυναικεία ευαισθησία. Με άλλα λόγια, είναι όλα όσα θα μπορούσα ποτέ να επιθυμήσω».

Αλλά και για την Μποβουάρ ο Σαρτρ ήταν ο άντρας με το πνευματικό ανάστημα που μπορούσε να σταθεί δίπλα της, «ενσάρκωνε ως την παραμικρή λεπτομέρεια τον ιδανικό σύντροφο που ονειρευόμουν από τα δεκαπέντε μου», έγραφε στα «Απομνημονεύματα μιας Συνετής Κόρης». «Ηταν ο σωσίας, στο πρόσωπο του οποίου η φλόγα της προσδοκίας μου δυνάμωνε και γινόταν φωτιά».  Αλλωστε το περίφημο δίδυμο, που ταίριαζε απόλυτα στη σκέψη και στον έρωτα, δεν περνούσε απαρατήρητο στις συναναστροφές του. Οπως περιγράφει ο συγγραφέας Ολιβιέ Τοντ: «Ηταν σαν να σκέφτονταν ταυτοχρόνως, ακόμη και όταν, φαινομενικά, έκαναν λάθος. Έμοιαζαν με αλλόκοτους σκυταλοδρόμους ιδεών, που δεν χρειαζόταν καν να δώσουν ο ένας στον άλλο τη σκυτάλη για να συνεχιστεί ο αγώνας. Συγχρόνιζαν τον βηματισμό τους και ακολουθούσαν ο ένας τον άλλον με έναν τρόπο που δεν είχα ξαναδεί σε ζευγάρι, πουθενά στον κόσμο. Η Σιμόν ντε Μποβουάρ κατάφερνε μέχρι και να αποτελειώνει τις φράσεις του Σαρτρ και το αντίστροφο…».

Ο Σαρτρ θα πεθάνει το 1980 βυθίζοντας σε θλίψη την Σιμόν η οποία το 1981 έγραψε το βιβλίο «Η τελετή του αποχαιρετισμού», ένα γεμάτο πόνο απολογισμό των τελευταίων χρόνων του Σαρτρ. Η Σιμόν ντε Μποβουάρ πεθαίνει στις 14 Απριλίου 1986 από πνευμονία και θάβεται στο νεκροταφείο Μονπαρνάς του Παρισιού, δίπλα στον αγαπημένο της Σαρτρ. Τυχαίο ή όχι, μάλλον τυχαίο, από τη θάνατό της και μετά ο φεμινισμός θα μετατραπεί από κίνημα διεκδίκησης του δρόμου σε περισπούδαστη ακαδημαϊκή θεωρία. Είχαν οι γυναίκες κατακτήσει αυτό που ήθελαν και αποσύρθηκαν; Σαφώς όχι. Μια απλή ματιά στις ποσοστώσεις , σε κάθε χώρο δουλειάς, και κυρίως σε χώρους διαχείρισης ή άσκησης εξουσίας δείχνει πως η γυναίκα ηττήθηκε. Ή μάλλον, χάνει προς το παρόν. Δεν έχει αντίπαλο τον άνδρα. Το ζητούμενο δεν είναι να νικήσει κάποιος αλλά να συμπορευτούν.

Δημοφιλή άρθρα

Λαμπάκι λαδιού: Γιατί ανάβει και πώς να το διορθώσετε;

Δείτε γιατί ανάβει το λαμπάκι λαδιού στο αυτοκίνητό σας και βρείτε όλα όσα χρειάζεται να γνωρίζεται για να το διορθώσετε!

Οδηγός Πόλης: Εναλλακτικοί χώροι για παιδικά πάρτυ στη Θεσσαλονίκη

Αν αναζητάτε εναλλακτικούς χώρους για παιδικά πάρτυ στη Θεσσαλονίκη, διαβάστε τον οδηγό μας & κάντε τα πιο αξέχαστα πάρτυ γενεθλίων ή γιορτής!

Λεκάνη τουαλέτας: 5 Παράγοντες για τη σωστή επιλογή!

Δείτε πώς να επιλέξτε την ιδανική λεκάνη τουαλέτας για τον χώρο και τις ανάγκες σας!

5 + 1 Κοντινές Αποδράσεις από τη Θεσσαλονίκη

Έχεις ανάγκη ένα city break; Βρες 5 + 1 μοναδικές προτάσεις μια ανάσα από τη Θεσσαλονίκη!

10 + 1 Χριστουγεννιάτικα Δώρα για Άντρες: Τι δώρο να του πάρω;

Αναζητάς χριστουγεννιάτικα δώρα για άντρες, αλλά δυσκολεύεσαι να αποφασίσεις τι τελικά θα πάρεις; Tο αντρικό δώρο είναι μια κατηγορία από μόνο του, καθώς συνήθως...