Η φωτογραφία του εξωφύλλου, βινιεταρισμένη όσο πρέπει και καθαρή όσο ενδείκνυται, εισάγει τον αναγνώστη στο άνω των 700 σελίδων βιβλίο του καταλανού συγγραφέα. Ένα παιδί που προσπαθεί να φτάσει, στηριζόμενο με το αριστερό του χέρι στη βιβλιοθήκη και με τα πέλματα τεντωμένα, ένα από τα βιβλία του πατέρα. Ευτυχώς για τον μικρό, σε αυτή τη βιβλιοθήκη υπάρχουν σχεδόν τα πάντα, τα φανερά. Δυστυχώς για τον μικρό, απουσιάζουν τα πάντα, τα κρυφά. Όσα παρέμειναν κρυφά, γιατί έπρεπε να μείνουν, μέχρι να ανακαλυφθούν, για να αποτυπώσουν την ιστορία ενός ανθρώπου, και να ιστορήσουν μελανές περιόδους της ιστορίας, που κάποιοι προσπάθησαν να ξεχάσουν και άλλοι έζησαν μέχρι το τέλος της ζωής τους μαζί τους – στο πετσί τους και στην καρδιά τους.
Ο Αντριά θα γεννηθεί, «ένα ασυγχώρητο λάθος», σε ένα σπίτι, όπου «ο πατέρας μου είπε σ’ αυτό το σπίτι έχουμε πλέον πολλούς θησαυρούς, κι εγώ κατάλαβα σ’ αυτό το σπίτι έχουμε πλέον πολλούς νεκρούς». Τι θησαυρούς; Αποκτημένους από τον πατέρα του με δολοπλοκίες και εκβιασμούς, με καταδόσεις και ρουφιανιλίκι, με αίμα – όχι δικό του αλλά άλλων: «των Εβραίων που τρέπονταν σε άτακτη φυγή, των ναζί που δραπέτευαν με τάξη και οργάνωση, των κατεστραμμένων που χρειάζονταν επειγόντως χρήματα». Και, μαζί με αυτούς, των κατατρεγμένων από το φρανκικό καθεστώς. Ο πιο πολύτιμος; Ένα σπάνιο βιολί Στοριόνι, η ιστορία του οποίου καλύπτει την περίοδο επτά αιώνων: από την Ιερά Εξέταση μέχρι το Ολοκαύτωμα. Αυτό το βιολί θα ιστορηθεί στη μακροσκελή επιστολή που αφήνει ο συγγραφέας στον νεκρό εβραίο έρωτά του που ακούει στο όνομα Σάρα, μέσω του λογοκλόπου αδελφικού φίλου του Μπερνάτ. Και μέσω αυτής της επιστολής θα ιστορηθεί η ζωή του Αντριά. Ενός ανθρώπου που κατέχει τη γνώση αλλά υπόκειται στη φθορά της: στην ακούσια, και ακόμα αγιάτρευτη, απώλεια της μνήμης.
Ίσως αυτή την απώλεια προσπαθεί να περισώσει ο συγγραφέας γράφοντας, όχι για τη ζωή του, αλλά για τους τρεις φασισμούς που σημάδεψαν τη ζωή του, και που συνδέονται με την απόλαυση του ήχου που χαρίζει το όργανό του: του θεολογικού φασισμού της Ιεράς Εξέτασης, του πολιτικού φασισμού του Φράνκο και του ιδεολογικού φασισμού του Χίτλερ. Η αντίστιξη, που μέσω της μαστοριάς του Καμπρέ εκφεύγει του μανιχαϊστικού διπόλου καλό-κακό, είναι διαρκής και επώδυνη. Για τον μετριασμό της, ο συγγραφέας θα υιοθετήσει τη συγγραφική πρόζα της εναλλαγής προσώπου. Σε μία περίοδο, πρώτο και τρίτο πρόσωπο εναλλάσσονται διαρκώς, ακολουθούμενα σε πολλές περιπτώσεις από έναν αποτυπωμένο ή φανταστικό διάλογο. Η συγγραφική αυτή ανορθοδοξία, που στην αρχή ξενίζει τον αμύητο, επουλώνει τις πληγές των γραμμών. Τις επουλώνει. Δεν τις γιατρεύει.
Τι έλειπε από τους θησαυρούς του Αντριά; Η μητρική αγάπη: «Όλη μου τη ζωή ζήλευα τα φυσιολογικά παιδιά, που μπορούν να πουν μητέρα, αχ, πώς πονάει το γόνατό μου, και η μητέρα διώχνει τον πόνο με ένα φιλί». Τι αναπλήρωνε τους θησαυρούς του Αντριά; Ο Μαύρος Αετός, ο θαρραλέος αρχηγός Αραπάχο, και ο Σερίφης Κάρσον.
Και φυσικά η Σάρα, ένας έρωτας-ασανσέρ, που ο Αντριά δεν ήξερε σε ποιον όροφο να σταματήσει για να τον συναντήσει. Τελικά σταμάτησε στον όροφο ενός νοσοκομείου, όπου η ταλαντούχα καλλιτέχνιδα Σάρα θα γευτεί την ίδια μοίρα με τον Αντριά: η φθορά της μνήμης του Αντριά θα μετακομίσει στη φθορά των μελών της Σάρας.
Και μπορεί ο συγγραφέας να ανακαλεί διά στόματος άλλων το ερώτημα πολλών εβραίων συγγραφέων που δεν άντεξαν να το απαντήσουν και πήγαν να συναντήσουν τους οικείους τους («Γιατί επέζησα εγώ;»), αποζημιώνει (αν είναι αυτή η σωστή λέξη) ωστόσο τον αναγνώστη όταν ένας εκ των πρωταγωνιστών του ξεστομίζει: «Γι’ αυτό είμαι Εβραίος, όχι λόγω καταγωγής, απ’ όσο ξέρω, αλλά από επιλογή, όπως πολλοί Καταλανοί που νιώθουμε σκλάβοι στη γη μας και ξέρουμε τι θα πει διασπορά, μόνο και μόνο επειδή είμαστε Καταλανοί». Confiteor.
Ζάουμε Καμπρέ
Confiteor
Μετάφραση Ευρυβιάδης Σοφός
Εκδόσεις Πόλις, 2016
Δημήτρης Τσιχλάκης