Ενρίκε Ροσκέγιες, προϊστάμενος κοινωνικών υπηρεσιών. Καταλανός, σοσιαλιστής, που δεν πιστεύει στο μέλλον. Εξωτερικά, εργασιομανής, άκακος, φιλικός. Εσωτερικά, σεισμόπληκτος, στα όρια της κατάρρευσης: «Τι σκοπό είχα με όλα αυτά;», «Ω Θεέ μου, πόσα πράγματα αναγκάστηκα να κάνω, πόσα να καταπιώ και να τα χωνέψω μονάχος με την ψυχή μου». Φίλος (φανερά) και ερωτευμένος (κρυφά) με «το θείο όραμα», τη Νούρια, το αστέρι του καλλιτεχνικού πατινάζ, αποκλεισμένη, «άκρως ύποπτο», από την Ισπανική Ομοσπονδία Παγοδρομιών, «είδηση που υπήρχε στις εσωτερικές σελίδες των αθλητικών εφημερίδων, ένα μονοστηλάκι στη σελίδα για τα χειμερινά αθλήματα, και δεν άξιζε καθόλου την προσοχή των μεγάλων εφημερίδων». Η Νούρια ήταν Καταλανή.
Γασπάρ Εράδια, Γασπαρίν, για τους φίλους. Μεξικανός. Ποιητής, άπορος και παράνομος στην Ισπανία. Ένας νυχτοφύλακας «απόμακρος, εξασθενημένος, σαν να έχει στρέψει τη ράχη του σε όλον τον κόσμο και να κρύβει το ποιος ήταν, το χαρακτήρα του, με τι γενναιότητα είχε πορευτεί και πορευόταν (όχι, έτρεχε ολοταχώς!) προς το σκοτάδι, προς τα ύψη…». Μοναδικός του φίλος, ο Καραχίγιο, «στουπί στο μεθύσι στις τρεις το πρωί, με τα ροχαλητά του να ακούγονται μέχρι το δρόμο».
Ρέμο Μοράν. «Άνθρωπος με μεγάλη τύχη», που με τον συνεργάτη του Άλεξ βρίσκονται απ’ τα χαμηλά, «κοιμόμασταν μέσα στο μαγαζί, στο πάτωμα», στα ψηλά: στήνουν ένα μπαρ («Καρχηδόνα», η ονομασία του), όπου όσοι έρχονταν να πιουν ήταν «σκέτη θλίψη όλοι τους», ένα κάμπιγκ, μαγαζιά με κοσμήματα και φο μπιζού. Πλήρης κερδοφορία για τον αποτυχημένο (;) χιλιανό συγγραφέα, που «για μια περίοδο κανένας δεν έμαθε τίποτε γι’ αυτόν», και που γνωρίζει τον κόσμο των ενηλίκων, μέσω γάμου, με τη Λόλα, υφιστάμενη του Ροσκέγιες, εκείνου του «απαίσιου, χοντρού και κλαψιάρη», κατά δήλωση του Μοράν. Στο ενδιάμεσο, συνευρίσκεται και με τη Νούρια, με τη θέλησή της, γεγονός που κάνει τον Ροσκέγιες τούρκο.
Το σκηνικό εκτυλίσσεται στη Ζ, μια σοσιαλιστική παραθεριστική πόλη στις ακτές της Καταλονίας, με επισκέψεις ρουτίνας –καλύτερα, «ρουτίνας» – από αστυνομία συν χωροφυλακή, που προστατεύουν τους επώνυμους, μεταξύ των οποίων και ο Μοράν, σε μια εποχή με «εκατοντάδες μικρές λακκούβες που έσκαβε η ζωή στο δρόμο της». Σε αυτό το «αλλόκοτο και άθλιο χωριό» βρίσκεται η πίστα παγοδρομίας, την ύπαρξη της οποίας γνωρίζουν «αρκετοί και κανένας», όπου προπονείται η Νούρια, «σαν μια κοπέλα του Μποτιτσέλλι». Και όπου λαμβάνει χώρα «η σφαγή» με ένα «κουζινομάχαιρο», ένα «σκάνδαλο που θα τραβούσε σε μάκρος».
Είναι πράγματι εντυπωσιακό, αν είναι αληθινό, ότι με το «Παγοδρόμιο», το οποίο κυκλοφόρησε το 1993, άρχισε η αναγνώριση του Ρομπέρτο Μπολάνιο από κριτικούς και αναγνώστες. Άγνωστο πόση αλήθεια κρύβεται σε αυτό. Σίγουρα όχι πολλή, αν αυτό το «παρολίγον αστυνομικό μυθιστόρημα» διαβαστεί με όρους αστυνομικής λογοτεχνίας. Περισσότερη αν ιδωθεί μέσα από τη συγγραφική ιδιοτυπία του λατινοαμερικάνου συγγραφέα, όπως αυτή θα αποτυπωθεί στα μελλοντικά του έργα. Γι’ αυτό και η αρχική πρόθεση να βαθμολογηθεί με 2,3 αστέρια, με άριστα τα 5, αναθεωρείται ελαφρώς προς τα πάνω: 2,5. Ίσως και λίγο παραπάνω: «Όλοι είμαστε συνηθισμένοι να πεθαίνουμε κάθε τόσο και σιγά σιγά, ώστε μέρα με τη μέρα γινόμαστε πιο ζωντανοί, είναι η αλήθεια», «Ο καθένας φτιάχνει με τα χέρια του τη δυστυχία του», «Χειρότερο από το να πεθάνεις μόνος σου είναι να μην μπορείς να αποχαιρετήσεις».
Δημήτρης Τσιχλάκης