Ανήκουμε στους τυχερούς. Ζούμε αναπνέουμε και περπατάμε μέσα σε μια πόλη με 25 αιώνες ιστορίας, καταβυθισμένους κάτω από τα πόδια μας. Κι έτσι καθώς περπατάμε στην μεγάλη πλατεία των Δικαστηρίων, κάτω από την Ρωμαϊκή αγορά, γυρνάμε τα μάτια μας στη γη και στοχαζόμαστε πως κάτω ακριβώς από αυτές τις πλάκες του πεζοδρομίου, στους αρχαίους μαρμάρινους, στρωμένους με κυβόλιθους δρόμους περπάτησαν αρχαίοι Μακεδόνες, Ρωμαίοι στρατηλάτες και Βυζαντινοί αυτοκράτορες…
Της Αγγελικής Τριαρίδου
Κι αυτή η Θεσσαλονίκη, βυζαντινή αρχόντισσα κι Οθωμανή κυρά, τόσο δυτικότροπη και ανατολίτισσα ταυτόχρονα, που επιβιώνει μέσα στους αιώνες, άλλοτε με πυρκαγιές και καταστροφές κι άλλοτε με χοροεσπερίδες και βαλς, άλλοτε φτωχομάνα της προσφυγιάς κι άλλοτε λαμπερή κοσμοπολίτισσα, με πλούτη και τιμές, είναι η πόλη μας.
Σ’ όλη της την ιστορία, σ’ όλες τις θρησκείες των θεών που λατρεύτηκαν εδώ, σ’ όλες τις κουλτούρες των λαών που έζησαν εδώ, μια κοινή συνισταμένη: δεν πρέπει να ενοχλούμε τους νεκρούς. Γιατί αυτά “τα φαντάσματα της Θεσσαλονίκης” είναι ιερά. Είναι η ίδια η ψυχή της πόλης που κρύβεται βαθιά θαμμένη μέσα στα έγκατα της. Κι όπως μνημονεύουμε, τιμούμε και σεβόμαστε τους νεκρούς μας, έτσι θα πρέπει να μνημονεύουμε να τιμούμε και να σεβόμαστε και την ιστορία της πόλης μας. Κι είναι τυμβωρυχία να ετοιμαζόμαστε να καταστρέψουμε την ζωντανή ιστορία της, αυτή που βρίσκεται κάτω από τα πόδια μας, αιώνες τώρα, για να στηθεί ένας σταθμός του μετρό. Που κατ’ ουσίαν δε χρειάζεται. Που σίγουρα μπορεί να γίνει και με άλλο τρόπο.
Δεν υπάρχουν επιχειρήματα για να επιτρέψουμε κάτι τέτοιο. Δεν υπάρχει τίποτα που να μας δίνει, στη σύγχρονη εποχή, με τα τεχνολογικά μέσα, με τη γνώση και τον πολιτισμό που (υποτίθεται ότι) έχουμε, το δικαίωμα να διαλύσουμε την αρχαία πόλη που αιώνες τώρα κοιμάται κάτω από τα πόδια μας. Που είναι το θεμέλιο της ζωής μας, της κουλτούρας του πολιτισμού μας.
Στις επτά η ώρα, σήμερα το απόγευμα, 17 Δεκεμβρίου, θα είμαι εκεί. Και όχι μόνο σήμερα, αλλά και αύριο και μεθαύριο. Όλοι μας να είμαστε εκεί, συνέχεια, όσο μπορούμε. Εκεί στον σταθμό της Βενιζέλου. Στη Μέση Οδό των Βυζαντινών. Στο Τετράπυλο των Ρωμαίων. Γιατί σκοτεινιάζει η ψυχή μου μ’ αυτή τη βεβήλωση. Γιατί μου το ψιθυρίζουν κάθε βράδυ στον ύπνο μου οι Μαγεμένες, από εκεί μακριά από το παγωμένο Παρίσι που τις μετέφερε ο Εμμανουέλ Μιλέρ, όταν τις ξήλωσε, σπάζοντας τες σε κομμάτια, από τον τόπο τους, (εδώ λίγο πιο πάνω από τα σπίτια μας) και τις φόρτωσε στα πλοία, κλέβοντας την ιστορία μας. Γιατί πιστεύω ότι είμαστε όλοι μας άξιοι κάτοικοι αυτής της πόλης, ότι αξίζουμε καλύτερα από αυτή την καταστροφή. Γιατί τα μνημεία και η ιστορία μας, δεν μπορούν (και δεν πρέπει) να πάνε περίπατο.