Οι σύγχρονοι ρυθμοί ζωής επιβάλουν και γρήγορες εκτονώσεις. Μικρά διαλείμματα από μία καθημερινότητα μέσα στο άγχος και την πίεση χρειάζονται κάποιες στιγμές αποσυμπίεσης που θα αναζωογονήσουν το πνεύμα και το σώμα. Ιδρωμένα κορμιά μπροστά σε τεράστιες τζαμαρίες γυμναστηρίων τρέχουν πάνω σε διαδρόμους κοιτώντας τον έξω κόσμο χωρίς όμως να φτάνουν ποτέ τον στόχο.
Αυτός άλλωστε είναι και ο σκοπός του ηλεκτρικού διαδρόμου τρεξίματος, να γυμναστεί ο πελάτης επιλέγοντας ο ίδιος την δυσκολία, την ταχύτητα, τα εμπόδια, την κλίση και να ορίζει εκείνος τον ρυθμό με τον οποίο θα λειτουργεί το μηχάνημα.
Πόσες και πόσες φορές δεν έχουμε βρεθεί στη θέση να προσπαθούμε να τρέξουμε σε εξωτερικό χώρο, να κουραζόμαστε και να καταλήγουμε πάνω στον διάδρομο «καταπίνοντας» ατέρμονα χιλιόμετρα; Ή τουλάχιστον έτσι θεωρούμε καθώς η αίσθηση της κίνησης χωρίς να υπάρχει πραγματική ώθηση μπροστά ή πίσω «σταματάει» τον χρόνο και όλα μετράνε διπλά και τριπλά. Εμείς νομίζουμε πως έχουμε τρέξει 11 ώρες αλλά στην πραγματικότητα έχουνε περάσει 11 λεπτά.
Βάλτε τώρα τον εαυτό σας στην θέση των κρατουμένων στις βικτωριανές φυλακές του 19ου αιώνα, στη Μεγάλη Βρετανία οι οποίοι ήταν οι πρώτοι που «γυμνάστηκαν» καταναγκαστικά ώστε να «σωφρονιστούν» και να «βοηθήσουν» με τις καθημερινές ανάγκες των φυλακών.
Η εφεύρεση που βασάνιζε τους κρατούμενους
Η άσκηση πάνω στον διάδρομο πολλές φορές μοιάζει με «βασανιστήριο» ειδικά για τους ανθρώπους που δεν είναι εξοικειωμένοι με την σκληρή εκγύμναση. Αυτή η αίσθηση του ατελείωτου δρόμου που δεν φτάνεις ποτέ δεν είναι καθόλου τυχαία.
Το 1818 ο Άγγλος William Cubitt, μηχανικός στο επάγγελμα, εφηύρε τον «πατέρα» του διαδρόμου τρεξίματος, τον «ποδόμυλο». Η κατασκευή αποτελούταν από έναν κουμπωτό τροχό όπου πάνω στην κυλινδρική επιφάνεια ήταν τοποθετημένα μεγάλα πλατιά κομμάτια ξύλου, ακτίνες, σε τέτοια διάταξη που μπορούμε να πούμε ότι θύμιζαν τον παραδοσιακό νερόμυλο, ωστόσο η λειτουργία του εναπόκειντο αποκλειστικά στους κρατούμενους.
Οι άνθρωποι που έδιναν κίνηση στον ποδόμυλο στην ουσία καθημερινά «σκαρφάλωναν» χιλιόμετρα κατά τη διάρκεια της 8ωρης βάρδιας «σωφρονισμού» τους. Η απόσταση που διένυαν οι φυλακισμένοι σε μία τέτοια βάρδια ισοδυναμούσε περίπου με 2.195 μέτρα. Όσο οι ακτίνες γυρνούσαν γινόταν άντληση νερού αλλά και το μηχάνημα ήταν συνδεδεμένο με έναν μηχανισμό που έκοβε σιτηρά.
Όπως γίνεται αντιληπτό η εξαντλητική καθημερινή προσπάθεια και το γεγονός πως δεν υπήρχαν… διατροφολόγοι για να ελέγχουν την ποιότητα του φαγητού που έτρωγαν οι κρατούμενοι ώστε να θεωρηθεί το βασανιστήριο «άσκηση», είχε μετατρέψει την εφεύρεση σε ένα από τα πλέον απεχθή δημιουργήματα τιμωρίας ανάμεσα στις τάξεις των εγκλείστων. Αντιθέτως η τραγική ποιότητα τροφής που έπαιρναν καθημερινά οι κρατούμενοι οδηγούσε σε τραυματισμούς και μόνιμες βλάβες.
Ωστόσο αυτό δεν εμπόδισε πολλά σωφρονιστικά ιδρύματα στο Ηνωμένο Βασίλειο και τις ΗΠΑ να αγοράσουν την κατασκευή για να ικανοποιήσουν τις ανάγκες περιορισμού των πιο «απείθαρχων». Μάλιστα το 1824 ο δεσμοφύλακας James Hardie, από τις φυλακές της Νέας Υόρκης ανέφερε πως το μηχάνημα είχε τρομερή επιτυχία καθώς «η μονότονη και σταθερή κίνηση και όχι η αυστηρότητά της είναι που κάνει την εφεύρεση τρομακτική για τους φυλακισμένους».