«Η συζήτηση για τους όρους παραμονής του Ταμείου δεν έχει κλείσει. Είτε το ΔΝΤ παραμείνει ως τεχνικός σύμβουλος είτε με χρηματοδότηση, θα πρέπει να πάρει άμεσα τις αποφάσεις του, προκειμένου να μη δημιουργούνται κωλυσιεργίες στη διαδικασία ολοκλήρωσης της αξιολόγησης. Παράλογες απαιτήσεις του ΔΝΤ, που σημαίνουν νέα μέτρα μετά τη λήξη του προγράμματος, τον Αύγουστο του 2018, δεν θα γίνουν αποδεκτές». Τις δηλώσεις αυτές έκανε ο υπουργός Επικρατείας και κυβερνητικός εκπρόσωπος, Δημήτρης Τζανακόπουλος, σε συνέντευξή του στον ρ/σ Alpha.
«Ο στόχος για την επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5% το 2018 θα επιτευχθεί χωρίς τη λήψη νέων μέτρων», σημείωσε ο κύριος Τζανακόπουλος, ο οποίος συμπλήρωσε πως, αν επιτευχθεί μια συμφωνία που να είναι αποδεκτή από όλους, τότε η κυβέρνηση θα ήταν έτοιμη να συζητήσει για έναν μηχανισμό αυξημένων εγγυήσεων. Σε ερώτηση σχετικά με τον μηχανισμό αυτόν, είπε ότι αφορά μία πιθανή επέκταση, για ένα χρόνο, του μηχανισμού δημοσιονομικής διόρθωσης. Παράλληλα, εξέφρασε την πεποίθησή του ότι η συμφωνία θα επιτευχθεί εντός των χρονοδιαγραμμάτων και ότι η χώρα θα ενταχθεί στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ εντός του πρώτου τριμήνου του 2017.
Ως προς την πλήρη απελευθέρωση του ορίου απολύσεων, είπε ότι το ποσοστό τους στην Ελλάδα αντιστοιχεί στο μέσο ευρωπαϊκό όριο, ενώ και το υπουργικό πλαίσιο είναι συμβατό με το ευρωπαϊκό θεσμικό πλαίσιο. «Το ΔΝΤ πρέπει να κατανοήσει ότι εδώ είναι Ευρώπη, και δεν μπορεί να συνεχιστεί το καθεστώς εξαίρεσης της χώρας από το πλαίσιο συλλογικών διαπραγματεύσεων, ούτε και μπορεί η χώρα να μετατραπεί σε Ειδική Οικονομική Ζώνη», σημείωσε χαρακτηριστικά.
Ο κ. Τζανακόπουλος είπε ότι η κυβέρνηση δεν επιμένει σε κανένα αφήγημα (ότι το ΔΝΤ είναι ο κακός), καθιστώντας ωστόσο σαφές ότι το ΔΝΤ αποδέχεται, από τη μια, την άρνηση μιας χώρας για ελάφρυνση του ελληνικού χρέους και, στη συνέχεια, εκβιάζει την Ελλάδα για μέτρα ύψους 4,5 δισ. «Δεν μπορεί το Ταμείο διαρκώς να επιμένει σε κάτι τέτοιο», ανέφερε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος.
Όσον αφορά το ενδεχόμενο εκλογών, επισήμανε ότι η κυβέρνηση εργάζεται με αποκλειστικό στόχο την ταχύτατη ολοκλήρωση της διαπραγμάτευσης και ότι τις κυβερνήσεις τις ανεβάζει και τις ρίχνει ο λαός. «Τι θα συμβεί αν επιμένει ο κ. Σόιμπλε για νέο πρόγραμμα;» ρωτήθηκε ο κύριος Τζανακόπουλος, ο οποίος απάντησε ότι πολύ πρόσφατα ο γερμανός υπουργός Οικονομικών είχε δηλώσει πως αν χρειαζόταν να αντικατασταθεί το ΔΝΤ από τον ESM, αυτή η αλλαγή, στην περίπτωση που θα χρειαζόταν την έγκριση του γερμανικού κοινοβουλίου, δεν θα δημιουργούσε ένταση στη Γερμανία.
Αναφορικά με την ομιλία του Ντόναλντ Τραμπ ως 45ου προέδρου των ΗΠΑ, ο κ. Τζανακόπουλος επισήμανε ότι το ΔΝΤ δεν συμμετέχει με χρηματοδότηση στο τρίτο ελληνικό πρόγραμμα. «Δεν πρέπει να υπάρχει βιασύνη», ανέφερε, ενώ στον νέο πρόεδρο ευχήθηκε καλή επιτυχία.
Σε ό,τι αφορά το πόρισμα της εξεταστικής επιτροπής της βουλής για τα δάνεια κομμάτων και ΜΜΕ, σημείωσε ότι επιβεβαιώθηκε πως η διαπλοκή ζούσε και βασίλευε επί δεκαετίες στη χώρα, ενώ, ενόψει της ανακοίνωσης του πορίσματος, είπε ότι αναμένεται να περιγράφει τις παράνομες πράξεις, να επισημαίνει τις πολιτικές ευθύνες του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ, ενώ, από εκεί και πέρα, αναμένεται η δικαιοσύνη να προσωποποιήσει τις ευθύνες. «Εμείς δεν πρόκειται να πάρουμε τηλέφωνο καμία τράπεζα για να δοθεί δάνειο με αέρα. Συζητάμε για ένα θεσμικό πλαίσιο για τη διάσωση των ΜΜΕ με τα πάντα πάνω στο τραπέζι», σημείωσε.
Κληθείς να κάνει μια αποτίμηση της διετούς διακυβέρνησης της χώρας, ο κ. Τζανακόπουλος είπε ότι «η διαπραγμάτευση που ξεκίνησε από τον Ιανουάριο του 2015 έως το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς άγγιξε τα όρια της κοινωνικής αντοχής, τα πολιτικά όρια του ΣΥΡΙΖΑ και ψηλάφισε τα όρια της Ευρώπης». «Δεν καταφέραμε όσα θέλαμε, αλλά καταφέραμε αρκετά», υπογράμμισε.
Τέλος, αναφορικά με τα ποσοστά που εμφανίζει ο ΣΥΡΙΖΑ στις δημοσκοπήσεις, είπε ότι κάθε πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής επιφέρει φθορά στις κυβερνήσεις, ενώ δεν παρέλειψε να σημειώσει ότι «αρκετές φορές οι εταιρείες δημοσκοπήσεων έπεσαν έξω». Καταληκτικά, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος είπε ότι οι εκλογές θα διεξαχθούν, όπως προβλέπει το σύνταγμα, τον φθινόπωρο του 2019.