Ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Γιώργος Χουλιαράκης θα εκπροσωπήσει την Ελλάδα στη σημερινή συνεδρίαση του Euro Working Group, η οποία αναμένεται να αποτελέσει μια πρόγευση των εξελίξεων στην αξιολόγηση, ενόψει του Eurogroup στις 20 Φεβρουαρίου, αλλά και των πρωτοβουλιών που αναλαμβάνονται σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Μετά δεδομένη την επιμονή του ΔΝΤ για «βαθύτερες και ταχύτερες» μεταρρυθμίσεις στο ασφαλιστικό, στο φορολογικό, στις τράπεζες, στο εργασιακό, αλλά και σε άλλα επίπεδα, έχει δημιουργηθεί ένα νέο σκηνικό, στο οποίο πρωτεύοντα ρόλο καλείται να διαδραματίσει η ευρωζώνη. Το «χάσμα» με το Ταμείο θεωρείται εν πολλοίς δεδομένο, με ακόμη και τον πρόεδρο του Eurogroup, Γερούν Ντάισελμπλουμ, να δηλώνει «έκπληκτος» από τη «σκληρότητα» της έκθεσης του ΔΝΤ, αποκλείοντας εκ νέου, ωστόσο, το «κούρεμα» του χρέους.
Στόχος της ελληνικής κυβέρνησης είναι η ολοκλήρωση της β’ αξιολόγησης και η εξειδίκευση των μεσοπρόθεσμων μέτρων για το χρέος, προκειμένου η χώρα να ενταχθεί στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (QE) της ΕΚΤ. Οι ελληνικές θέσεις εκφράστηκαν από τις επιστολές του υπουργού Οικονομικών Ευκλείδη Τσακαλώτου και του διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος, Γιάννη Στουρνάρα, οι οποίες ενσωματώνονται στην έκθεση του άρθρου 4 του ΔΝΤ.
Ο υπουργός Οικονομικών κάνει λόγο για «παραπλανητική παρουσίαση» της μεταρρύθμισης προσπάθειας, για «οξύμωρη» θέση του ΔΝΤ, για «ανεπαρκείς ή παραπλανητικές ενδείξεις» στο μείγμα φόρων/δαπανών, ενώ αρνείται μείωση του αφορολόγητου. Και επισημαίνει μεταξύ άλλων πως «η έκθεση του ΔΝΤ δεν είναι δίκαιη σε πολλούς τομείς, ενώ πολλά από τα συμπεράσματα στα οποία καταλήγει δεν είναι συμβατά με τα τελευταία οικονομικά στοιχεία», καθώς η έκθεση παρουσιάζει μια εικόνα για την πρόοδο των μεταρρυθμίσεων, η οποία δεν ανταποκρίνεται στις προσπάθειες που έχουν καταβληθεί από την ελληνική κυβέρνηση στη διάρκεια του προγράμματος του ESM.
Από την πλευρά του, ο διοικητής της ΤτΕ στη δική του επιστολή εκφράζει διαφωνίες με τις εκτιμήσεις των αναλυτών του ΔΝΤ, οι οποίες αφορούν στην προσαρμογή διαφόρων συνιστωσών της συνολικής ζήτησης, όπως οι εξαγωγές, καθώς και της προσφοράς, όπως η μεταφορά πόρων από μη εμπορεύσιμους σε εμπορεύσιμους τομείς. «Η έκθεση υποτιμά την πρόοδο στον χρηματοπιστωτικό τομέα και είναι αχρείαστα απαισιόδοξη στις μακροοικονομικές και δημοσιονομικές προβλέψεις, όπως και στις μελλοντικές δημοσιονομικές εξελίξεις, περιλαμβανομένης της ανάγκης για περαιτέρω ανακεφαλαιοποίηση», επισημαίνει.